patmosweb330

elin330

aegeanlab

Ακούστηκαν

ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ Η ΑΝΟΙΞΗ ΤΩΝ ΗΧΩΝ : Πλήρης και εμπεριστατωμένος οδηγός στον θαυμαστό κόσμο της μουσικής. Σε συνέχειες.


VIVLIO EXOFILLO OIKONOMOPOULOU

 

 

ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ 

 

Πολυφωνία.

Ανάμεσα στον 11ο και 12ο μ.Χ αιώνα, εμφανίζονται τα πρώτα στοιχεία του νέου τραγουδιού. Το νέο αυτό τραγούδι έχει μείνει στην ιστορία με το όνομα “αρχαία τέχνη” (ARS ANTIQUA). Μέχρι τότε τα τραγούδια ήταν μονοφωνικά. Βαθμιαία όμως άρχισαν να μετατρέπονται σε πολυφωνικά.

Έγιναν διωδία και τριωδία. Το πολυφωνικό τραγούδι ήταν πολύ δύσκολο. Και τότε το τραγουδούσανε μονάχα εξασκημένοι τραγουδιστές.

 

Μεγάλα επιτεύγματα προόδου που στάθηκαν αποφασιστικά στην όλη εξέλιξη της μουσικής τέχνης ήταν η γραφή του μουσικού κειμένου σε νότες και η δημιουργία του πενταγράμμου. Πρώτα υπήρχε η αρχαία σημειογραφία όπου οι φθόγγοι παριστάνονταν με γράμματα και έπειτα με νεύματα (σύμβολα που παριστάνουν τη μελωδία). Τη γραφή με νότες την επινόησαν καλόγεροι των μοναστηριών τον 11ο και 12ο αιώνα. Η ονομασία των φθόγγων σε UT (DO), RE, MI, FA, SOL, LA, SI, οφείλεται επίσης σε μοναχό.

 

Αργότερα δημιουργήθηκε η σημερινή συγχορδία δηλαδή η συνήχηση τριών φθόγγων που απέχουν ο ένας από τον άλλον κατά τρίτες πχ DO, MI, SOL.

Επίσης δημιουργήθηκαν οι κλίμακες, οι οποίες όμως ήταν διαφορετικές απ’ ό,τι είναι σήμερα. Η ονομασία τους προέρχονταν από την αρχαιότητα (Δωρική, Λυδική, Αιολική κλπ).

 

Κατά τον 13ο αιώνα κατορθώθηκε να γράφονται οι νότες με ακρίβεια χρονική.

 

Είχε τεθεί πια η βάση για την απαλλαγή της μουσικής από τους περιορισμούς του αυτοσχεδιασμού. Μία μουσική σύνθεση μπορούσε τώρα να μελετηθεί, να δεχτεί επεξεργασία και να τελειοποιηθεί στη μορφή και στο περιεχόμενο.

 

Ο αυτοσχεδιασμός παρόλο ότι παρουσιάζει το πλεονέκτημα να εμπνέεται απ’ ευθείας από την επαφή με το ακροατήριο, σημειώνει αναγκαστικά αργή πρόοδο, επαναλαμβάνοντας ολοένα τα ίδια πρότυπα που έχει δανειστεί έτοιμα από την παράδοση, επιφέροντας μόνο μικρές αλλαγές.

 

Μαζί με το σύστημα της γραφής με νότες γεννήθηκε ο συνθέτης, ο δημιουργός τελειωμένων και με οριστική μορφή μουσικών έργων, που μπορούνε να μείνουν στο μέλλον.

 

Μουσικά κείμενα αυτής της εποχής διασώθηκαν πολλά. Δεν έχουμε όμως στοιχεία για το λαϊκό τραγούδι. Ήταν τότε φυσικό μέσα στις συνθήκες της φεουδαρχίας, κανένας να μην παρακολουθεί ούτε να καταγράφει τη λαϊκή μουσική, που τη θεωρούσαν κατώτερη, χωρίς καμία καλλιτεχνική αξία.

 

Ιδιαίτερα την περιφρονούσαν γιατί πάντοτε συνοδεύονταν από χορό. Η εκκλησία προστάτευε την εκκλησιαστική μουσική, αλλά κατεδίωκε τη λαϊκή σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, τη χαρακτήριζε όπλο του Σατανά. Το λαϊκό τραγούδι το θεωρούσαν άσεμνο και χυδαίο. Οι εκτελεστές του λαϊκού τραγουδιού έγιναν αντικείμενο διώξεως τόσο από την εκκλησία όσο και από τις πολιτικές αρχές.

 

Για την εκκλησία σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα η μουσική δεν αποτελούσε μια τέχνη αφιερωμένη στην πολύπλευρη αναπαράσταση της ζωής, αλλά ένα μέρος της θρησκευτικής λειτουργίας, στενά δεμένο με τα λόγια και τους τύπους της.

 

Ακμή Πολυφωνίας 14ος, 15ος, 16ος αιώνας.

 

Κατά την περίοδο αυτή έχουμε τα εξής επιτεύγματα:

α) με την εφεύρεση των αλλοιώσεων ++ και b (δίεση και ύφεση) δημιουργούνται οι μείζονες και ελάσσονες κλίμακες.

β) τον 15ο αιώνα εμφανίζεται η ενορχήστρωση,

γ) δημιουργούνται οι μουσικές μορφές: μίμηση, κανών, φούγκα. Η φούγκα πήρε την αυστηρά καθορισμένη μορφή της κατά τον ΙΖ’ αιώνα και με τον Μπαχ φθάνει στο ύψιστο σημείο της ανάπτυξης της.

δ) Τέλος εμφανίζεται η αντίστιξη (δες ανάλυση των όρων μίμηση, κανών, φούγκα, ενορχήστρωση, αντίστιξη στο σχετικό κεφάλαιο τούτης της μελέτης

 

“Δομή του έργου”).

Μετά το 1300 π.Χ την παλιά τέχνη (ARS ANTIQUA) τη διαδέχεται ένα καινούργιο στάδιο που ονομάστηκε “νέα τέχνη” (ARS NOVA). Στην ARS NOVA αυξάνει ο αριθμός των φωνών.

Η πολυφωνική μουσική της νέας τέχνης αποτελεί σημαντική πρόοδο στην ανάπτυξη της μουσικής που ίσαμε τότε περιοριζότανε στη μονωδία, ή στη διωδία και τριωδία της ARS ANTIQUA.

Κατά την περίοδο αυτή σε όλες τις χώρες της Ευρώπης μελετούν συστηματικά τη “νέα τέχνη”.

Από τους μεγάλους συνθέτες της εποχής αυτής είναι οι Φ. Βιτρύ (1291-1361), Γ. Μασώ (1300-1371), Φ. Λατίνα (1325-1397).

 

Το στάδιο που ακολούθησε είναι η λεγόμενη σχολή των Κάτω Χωρών. Τη σχολή των Κάτω Χωρών την αποτελούσαν συνθέτες από τη σημερινή Ολλανδία και το Βέλγιο. Η ανάπτυξη της πολυφωνίας που πρωτοεμφανίστηκε στην ARS ANTIQUA και αναπτύχθηκε στην ARS NOVA, συνεχίστηκε με τάση τη διαρκή τελειοποίηση.

Η σχολή των Κάτω Χωρών εξαπλώνεται στην Ιταλία, στη Γαλλία, αργότερα στη Γερμανία, στην Αγγλία και σε άλλες χώρες. Το στάδιο αυτό αγκαλιάζει τη χρονική περίοδο ανάμεσα στο 1450-1600 μ.Χ. (Στις εικαστικές τέχνες η εποχή αυτή ονομάζεται Αναγέννηση). Οι πολυφωνικές συνθέσεις φτάνουν στο αποκορύφωμα τους. Εμφανίζονται περίπλοκες συνθέσεις και σε πολλές περιπτώσεις έχουμε έργα με 12 έως 36 φωνές.

 

Δημιουργήθηκαν πολυφωνικές συνθέσεις μεγάλης αξίας.

Οι περισσότερες συνθέσεις αυτής της εποχής ήταν γραμμένες για τραγούδι. Μερικές φωνές όμως τις αναθέτανε και σε όργανα. Τα όργανα που συνοδεύανε το τραγούδι ήταν το τσέμπαλο, το εκκλησιαστικό όργανο και το λαούτο.

Η μουσική των Κάτω Χωρών αποτελεί πολύ ενδιαφέρον στάδιο. Είναι γεμάτη από καλλιτεχνική αυθεντικότητα και δεξιοτεχνία. Την αντιπροσωπεύουν έξοχοι μουσουργοί που τα έργα τους έως σήμερα έχουν επικαιρότητα: Γ. Ντεφαί (1400-1474) που θεωρείται ο ιδρυτής της Φλαμανδικής Σχολής, ο Ζ. ντε Πρι (1450-1521), ο Ο. Λάσσο (1532-1594).

 

Σύμφωνα με την πολυφωνική μουσική των Κάτω Χωρών, εμφανίζονται την εποχή αυτή ακόμα δύο καλλιτεχνικά ρεύματα: Η σχολή της Βενετίας και η Σχολή της Ρώμης (16ος αιώνας). Επί κεφαλής της σχολής της Ρώμης είναι ο έξοχος μουσουργός Ι. Παλεστρίνα (1525-1594). Όλες οι συνθέσεις του είναι φωνητικές χωρίς συνοδεία οργάνων (ACAPELLA).

 

Τον 16ον αιώνα για πρώτη φορά στην ιστορία ανεξαρτητοποιείται σε μεγάλο βαθμό η ενόργανη μουσική. Έως τότε κυριαρχούσε το άσμα. Τα όργανα έπαιζαν δευτερεύοντα ρόλο, το ρόλο του συνοδού. Βαθμιαία τα όργανα εξελίχτηκαν τεχνικά και επέτρεψαν στους μουσουργούς να γράφουν συνθέσεις και για αυτά. Απ’ αυτή την εποχή η ενόργανη μουσική γίνεται πια μόνιμο κομμάτι της μουσικής ζωής.

 

Η όλη μουσική εξέλιξη από την αρχαιότητα έως και τον 16ον αιώνα γίνεται στα πλαίσια του δουλοκτητικού και του φεουδαρχικού καθεστώτος. Η μουσική ήταν προνόμιο των αυλών και των ναών. Πουθενά αλλού δεν υπήρχε η δυνατότητα να παιχτεί.

Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι η μουσική χρωστάει πολλά στους μαικήνες της εποχής. Οι μουσικοί όμως που παίζανε ή συνθέτανε, κατατάσσονταν στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Οι μουσικοί υπηρετούσαν την αυλή, πληρώνονταν από τους αφέντες και τραγουδούσαν για τις κυράδες. Οι πιο όμορφοι καλλιτεχνικοί καρποί γίνονταν κάτω από καταθλιπτικές συνθήκες. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια τους ταπεινωνόταν και οι ίδιοι ήταν υποχρεωμένοι να παλεύουν σκληρά για την επιβίωση τους.

 

Στο κεφάλαιο αυτό της παγκόσμιας εξέλιξης της μουσικής συμπεριλάβαμε τη μουσική δημιουργία χιλιετηρίδων ολόκληρων.

Τη μουσική στην προϊστορία, στην αρχαιότητα και Ανατολή, την εποχή της Βυζαντινής μουσικής και την εποχή του Γρηγοριανού μέλους, την ARS ANTIQUA, την ARS NOVA, την πολυφωνία των Κάτω Χωρών και τις μουσικές σχολές της Βενετίας και της Ρώμης, μέχρι το τέλος του 16ου αιώνα.

 

Η μουσική σε αυτές τις εποχές δημιούργησε ωραία καλλιτεχνικά έργα. Παρόλα αυτά, σπάνια μας δίνεται η ευκαιρία να τα απολαύσουμε. Αναμφίβολα, πολύ πιο τακτικά ερχόμαστε σε επαφή με την αρχαία λογοτεχνία, με τα φιλολογικά έργα, τις εικαστικές τέχνες της Αναγέννησης, παρά με τη μουσική αυτών των εποχών. Τα εμπόδια είναι πολλά. Πρώτα απ’ όλα, όλη η μουσική της Ευρώπης ίσαμε το 1600 μ.Χ έχει γραφτεί σε άλλες κλίμακες απ’ αυτές που χρησιμοποιούμε σήμερα.

 

Ύστερα υπάρχει η δυσκολία της μετάφρασης των κειμένων (τα περισσότερα είναι λατινικά) και της αντιγραφής των συνθέσεων. Τέλος, η πλειοψηφία των έργων είναι έργα φωνητικής μουσικής. Τα περισσότερα είναι μονοφωνικά άσματα.

 

Η μουσική του Μπαρόκ (Αναγέννηση) 1600-1750.

 

Κατά τον Μεσαίωνα η Εκκλησία κηδεμόνευε όλες τις μορφές της σκέψης και φυσικά και της τέχνης. Με την αναγέννηση όμως παύει η κηδεμονία της εκκλησίας. Η τέχνη καταπιάνεται και τώρα με θέματα θρησκευτικά, αλλά η κύρια αποστολή της ήταν η μελέτη της ζωής και το κεντρικό της θέμα η ανθρώπινη ύπαρξη.  

 

Κατά την εποχή αυτή και η μουσική προσπαθεί να απαλλαγεί από την κηδεμονία της εκκλησίας. Δίνει μια νέα ζωή σε όλα τα είδη της μουσικής που έχει διαμορφώσει ο Μεσαίωνας και δημιουργεί και νέα. 

 

Κατά την Αναγέννηση η εκλαΐκευση της μουσικής πραγματοποιήθηκε με την εμφάνιση του μουσικού δράματος (όπερα). Το μουσικό δράμα στάθηκε η πρώτη μορφή τέχνης στην ιστορία της μουσικής που μπόρεσε να αναλάβει το έργο της πολύπλευρης διερεύνησης του ανθρώπινου στοιχείου.

 

Η εμφάνιση της όπερας αποτελεί επανάσταση κατά της κηδεμονίας της μουσικής από την εκκλησία.

 

Η δημιουργία της όπερας είναι η πιο σημαντική προσφορά στην εξέλιξη της μουσικής κατά την εποχή αυτή. Εμφανίστηκε στο τέλος του 16ου αιώνα (1594) στη Φλωρεντία. Είναι το πιο ώριμο δημιούργημα της Ιταλικής Αναγέννησης. Με την όπερα οι Φλωρεντινοί καλλιτέχνες θέλουν να αναστήσουν το αρχαίο Ελληνικό δράμα, που ήτανε γνωστό ότι η ποίηση του τραγουδιόταν.

 

Η ώθηση αυτή των καλλιτεχνών της Φλωρεντίας γρήγορα κέρδισε μιμητές. Σαν κύματα της θάλασσας, η μια όπερα διαδέχεται την άλλη. Παράλληλα με την όπερα της Φλωρεντίας εμφανίζεται και η όπερα της Ρώμης. Μεγάλη δύναμη τέχνης δείχνει η σχολή Βενετίας. Αποκορύφωση της όπερας του Μπαρόκ είναι η σχολή της Νεάπολης.

 

Δημιουργήθηκε το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα. Όμως επηρέασε τη μουσική εξέλιξη για εκατό και πάνω χρόνια.

 

Η ταξινόμηση των έργων της όπερας σε διάφορες σχολές (Φλωρεντίας – Ρώμης, Βενετίας – Νεάπολης), δεν έχει πια για μιας καμία σημασία. Σήμερα όλα τα έργα μπορούμε να τα ενσωματώσουμε σε μια κατηγορία κάτω από τον τίτλο “παλιά Ιταλική όπερα”.

 

Το 17ο αιώνα η όπερα κυριολεκτικά κατακλύζει την Ευρώπη. Έγινε λατρευτική διασκέδαση όλων των βασιλικών αυλών.

 

Κάτω από την επίδραση των ρευμάτων της σχολής της Βενετίας και της Νεάπολης, εμφανίζονται μια σειρά συνθέτες και σε άλλες χώρες. Βαθμιαία όμως οι συνθέτες των άλλων χωρών προσπαθούν να δημιουργήσουν κάτι το καινούργιο. Θέλανε να ξεφύγουν από την παθητικότητα και την εξάρτηση της Ιταλικής επιρροής. Αυτό το καταφέρνουν τελικά αργότερα, την εποχή του κλασσικισμού. Η εξέλιξη της όπερας του Μπαρόκ βρίσκεται κάτω από την απόλυτη ηγεμονία του Ιταλικού στυλ.

 

Η όπερα απετέλεσε σημαντική συμβολή στην εξέλιξη της μουσικής. Ενεθάρρυνε την ανάδειξη καλλιτεχνών του τραγουδιού καθώς και καλλιτεχνών της ενόργανης μουσικής και οδήγησε στη θαυμαστή ανάπτυξη της ενόργανης και φωνητικής μουσικής κατά τον 17ο αιώνα και τις αρχές του 18ου που αποκορυφώθηκε με τα έργα των δύο Γερμανών συνθετών, Χαίντελ (1685-1759) Σ. Μπαχ (1685-1750). Επίσης η όπερα εγέννησε την ιδέα συγκρότησης μεγάλων ομάδων από εκλεκτούς οργανίστες, οι οποίοι μετά αποσπάστηκαν από την όπερα και έτσι δημιουργήθηκε η συμφωνική ορχήστρα.

Ενόργανη μουσική σε αντίθεση προς τη φωνητική λέγεται η μουσική που δημιουργούν τα πνευστά, τα κρουστά και τα έγχορδα.

 

Η ενόργανη μουσική είναι τόσο αρχαία όσο και η φωνητική. Τα πρώτα όργανα ήταν τα πνευστά (ο αυλός). Τα έγχορδα (η λύρα και η κιθάρα) χρησίμευαν για τη συνοδεία τραγουδιού, τα χάλκινα, οι σάλπιγγες κλπ χρησίμευαν για να δώσουν λαμπρότητα στις γιορτές. Μονάχα κατά τις αρχές του 16ου αιώνα και προπάντων στα μέσα του 11ου χρησιμοποιήθηκαν για να πλουτίσουν την ορχήστρα.

 

Η ανάπτυξη ενόργανης μουσικής προκάλεσε τη σημαντική εξέλιξη της τεχνικής στη μουσική, καθώς και την τελειοποίηση των οργάνων.

Στον τομέα της τεχνικής στη μουσική, την επανάσταση τούτης της εποχής απετέλεσε το γεγονός ότι τελειοποιήθηκε και τυποποιήθηκε σαν σύστημα η ματζόρε και μινόρε κλίμακα. Το γεγονός αυτό στάθηκε ένας από τους σταθμούς της ιστορίας της μουσικής, μία από τις λίγες προόδους στη τέχνη.

 

Με το νέο σύστημα, η οποιαδήποτε νότα μπορούσε να χρησιμεύσει σαν βάση μιας ματζόρε ή μιας μινόρε κλίμακας σαν το τονικό κέντρο από το οποίο άρχιζε και στο οποίο τέλειωνε ένα έργο μουσικής (Τονικό κέντρο λέγοντας εννοούμε τον καθορισμό της κλίμακας που είναι γραμμένο το έργο π.χ σολ ελάσσων).

 

Εκτός από την ανάπτυξη της τεχνικής παράλληλα εξελίσσεται ραγδαία η τελειοποίηση των οργάνων. Το βιολί παίρνει τη σημερινή του μορφή στο τέλος του 17ου αιώνα. Στην Ιταλία, η κατασκευή του βιολιού ήταν μια τέχνη που το μυστικό της έμενε άγνωστο και πήγαινε από πατέρα σε γιο, σαν μια οικογενειακή παράδοση. Περίφημη ανάμεσα σε όλες τις σχολές ήταν η σχολή της Κρεμόνας (16ος-18ος αιώνας). Επίσης περίφημοι τεχνίτες ήταν η οικογένεια Στραντιβάριους. Τα βιολιά της εποχής αυτής είναι τέλεια αριστουργήματα, ο ήχος έχει άπειρη γλύκα και πλούτο, αλλά είναι άγνωστο εντελώς το μυστικό της κατασκευής τους.

 

Τα όργανα με πλήκτρα (υπήρχαν στο Μεσαίωνα) αναπτύχθηκαν σημαντικά τον 17ον αιώνα.

Πλάι στην όπερα δημιουργήθηκαν και δύο άλλα είδη μουσικής: το ορατόριο και η καντάτα. Τα ορατόρια είχαν θρησκευτικό περιεχόμενο ενώ η καντάτα είχε κοσμικό χαρακτήρα. Όμως δημιουργήθηκαν πολλές θρησκευτικές καντάτες.

 

Επίσης στην εποχή Μπαρόκ εμφανίζεται το κοντσέρτο γκρόσσο, ο πυρήνας της μετέπειτα συμφωνίας. Βασικό χαρακτηριστικό του CONCERTO GROSSO είναι η συστηματική εναλλαγή σε σόλι (συνήθως τρία όργανα) και σε τούτι (την ορχήστρα). Το κοντσέρτο γκρόσο είναι μια μουσική σύνθεση για ένα σύνολο κορυφαίων (SOLIS) που συνοδεύεται από ορχήστρα.

 

Άλλη μορφή ενόργανης μουσικής, της εποχής μπαρόκ, είναι η συμφωνική σουίτα που συνενώνει σε ένα ενιαίο σύνολο μερικούς μικρούς χορούς. Επίσης η τρίο σονάτα που είναι ο πρόδρομος της μετέπειτα κλασσικής σονάτας.

 

Η πιο τελειοποιημένη μορφή στην εποχή Μπαρόκ είναι η φουγκα. Η φούγκα είναι μια μεγάλη προσφορά της εποχής μπαρόκ (ίδε λεπτομερής επεξήγηση τι είναι φούγκα στο σχετικό κεφάλαιο “Βασικές Μορφές).

 

Και η λαϊκή μουσική στην περίοδο Μπαρόκ είναι επίσης πολύ πλούσια. Μονάχα που έχουν σωθεί ελάχιστα δημιουργήματα της. Και σε αυτή την περίοδο, η λαϊκή μουσική εξακολουθεί να θεωρείται κατώτερη γι αυτό και δεν της έδιναν ιδιαίτερη προσοχή.

 

Ορισμένες μουσικές μορφές που χρησιμοποιήθηκαν κατά την εποχή Μπαρόκ, χρησιμοποιούνται και σήμερα, φυσικά εκσυγχρονισμένες. Η σουίτα, η φούγκα κλπ, όλες αυτές οι μορφές επέζησαν έως σήμερα.

 

Η εποχή του μπαρόκ είναι μια πλούσια εποχή, πρωτότυπης ανάπτυξης της μουσικής.

 

Από τους αξιολογότερους συνθέτες της εποχής Μπαρόκ είναι οι: 

 

Κλαούντιο Μοντεβέρτι (1567-1643). Γεννήθηκε στην Κρεμόνα. Ο Μοντεβέρτι είναι ιδιοφυΐα πρώτου μεγέθους. Είναι σύγχρονος του Σαίξπηρ. Έχουν την ίδια γνώση της ανθρώπινης καρδιάς. Ο Μοντεβέρντι είναι πραγματικά ισάξιος των πιο μεγάλων. Αν δεν έχει τη ρώμη ενός μυστικοπαθούς Μπαχ ή ενός προμηθεϊκού Μπετόβεν, θα μπορούσαμε όμως να τον συγκρίνουμε άφοβα με τον Μότσαρτ ή με τον Ντεμπυσσύ.

 

 

Στην αρχή έγραψε εκκλησιαστική μουσική, μετά έγραψε όπερες. Όταν παίχτηκε η όπερα του “Ορφέας” ξέσπασε σε λυγμούς ακροατήριο από 6.000 ανθρώπους.

 

Ο Μοντεβέρντι με τη μουσική του επιζητεί να εκφράσει ολόκληρο τον άνθρωπο, με τις τρικυμίες του, τον πόνο, τη χαρά, το μίσος, την οργή, τον τρόμο. Όπως ο Βάγκνερ αργότερα, έτσι και ο Μοντεβέρντι θέλει την ορχήστρα κρυμμένη, ώστε να μην αποσπάται η προσοχή του κοινού.

Η φήμη του εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Από τα έργα του θεωρούνται καλύτερα “Το βιβλίο των πολεμικών και ερωτικών τραγουδιών” και η όπερα του “Ορφέας”.

 

Α. Κορέλλι (1653-1713). Έζησε στη Ρώμη. Είναι ο μεγαλύτερος αντιπρόσωπος της τέχνης του βιολιού.

Σε αυτόν οφείλονται τα πρώτα αριστουργήματα στο είδος της τρίο σονάτας που παίζονταν από τρεις μουσικούς.

Τα έργα του απαιτούν από μέρος του εκτελεστή σπάνια δεξιοτεχνία. Ο Κορέλλι πρώτος μεταχειρίστηκε τον όρο CONCERTO GROSSO για έργα γραμμένα για δύο, τρία ή και τέσσερα όργανα με συνοδεία ορχήστρας. Από τα έργα του θεωρούνται καλύτερα τα CONCERTI GROSSO.

 

Χ. Πέρσελ (1659-1695). Ο Πέρσελ είναι η μεγαλύτερη φυσιογνωμία της Αγγλικής μουσικής και θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους συνθέτες του 17ου αιώνα. Μετά από αυτόν παύει η μουσική δημιουργία της Αγγλίας, η οποία περιορίζεται να υιοθετεί ξένους καλλιτέχνες όπως τον Χαίντελ και τον Μέντελσον.

Γεννήθηκε στο Λονδίνο. Δυστυχώς πέθανε πολύ νέος, μόλις 36 ετών, πριν προφθάσει το ταλέντο του να εκδηλωθεί σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια. Από τα έργα του θεωρείται καλύτερο η όπερα “Διδώ και Αινείας”, που το έγραψε σε ηλικία 22 ετών.

 

Ιωάννης-Φίλιππος Ραμώ (1683-1764). Γεννήθηκε στη Ντιζόν της

κοντσέρτων για βιολί και όμποε. Οι συνθέσεις του επισύρουν την προσοχή του Μπαχ, ο οποίος έγραψε μικρές φούγκες πάνω σε θέματα του Αλμπινιόνι.

 

Α. Βιβάλντι (1678-1743). Γεννήθηκε στη Βενετία.

 Εκκλησιαστικός αρχιμουσικός, μεγαλοφυής και γόνιμος μουσικός. Η μουσική του είναι από τις πιο ζωντανές και τις πιο ζεστές. Άφησε εκτός από 30 όπερες και σονάτες, εκατοντάδες CONCERTI. Ανανέωσε το CONCERTO GROSSO. Ο Βιβάλντι που 6 κοντσέρτα του μετέγραψε ο Μπαχ για το κλαβεσέν, παίρνει πρώτη θέση στη σειρά των συνθετών. Η επίδραση του αντανακλά στα έργα του Μπαχ και Ταρτίνι. Με τις λαοφιλείς του “τέσσερεις εποχές” εξασφάλισε την επιτυχία. Θα ήταν όμως άδικο να περιοριζόμαστε στις 4 εποχές, που η επιτυχία τους οφείλεται στον καθαρά περιγραφικό τους χαρακτήρα.

 

COUPRIN 1688-1733. Ο Κουπρέν προετοιμάζει την Κλασσική εποχή. Η χάρη και η τρυφερότητα χαρακτηρίζει το έργο του Κουπρέν που πολύ αργότερα θα ξαναβρούμε στον Μότσαρτ.

 

Δ. Τσιμαρόζα. Το αριστούργημα του είναι ο “Μυστικός Γάμος”.

Περγκολέζε. Με τον Περγκολέζε η κωμική όπερα παίρνει οριστική μορφή.

 

Γ. Τέλεμαν 1681-1717. Γεννήθηκε στο Αμβούργο.

Η Ιταλική μουσική είχε εξαπλωθεί σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ο Γερμανικός λαός θαυμάζει κάθε τι ξένο και θεωρεί υποδεέστερο κάθε δικό του. Η επίδραση της Ιταλικής μουσικής ήταν πολύ ευεργετική στη Γερμανία, τόσο στην εκκλησιαστική όσο και στην κοσμική μουσική. Ο Τέλεμαν έγραψε εκκλησιαστική μουσική, όπερες, ουβερτούρες κλπ. Αλλά η μεγάλη του επιτυχία ήταν οι κωμικές όπερες.  Ο Τέλεμαν δέχθηκε την μουσική επίδραση της Γαλλίας και της Ιταλίας, αλλά κυρίως της Γαλλίας. Δεν είναι από τους πιο μεγάλους συνθέτες, η μουσική του όμως είναι αξιαγάπητη και προσφέρει εκλεπτυσμένη ευχαρίστηση. Οι σύγχρονοι του τον τιμούσαν, η δόξα του συναγωνιζόταν αυτήν του Μπαχ. “Η μουσική του τραπεζιού” είναι το αριστούργημα του. Αλλά βρισκόμαστε πια στην εποχή που η Γερμανική τέχνη ελεύθερη από την Ιταλική και τη Γαλλική επίδραση θα δημιουργήσει, θα καταπλήξει και θα διδάξει με την σειρά της τους πρώτους που την δίδαξαν.

 

Γ. Χαίντελ. 1685-1759.  Γεννήθηκε στη Σαξωνία (Κεντρική Γερμανία), λίγες εβδομάδες πριν από τη γέννηση του Μπαχ. Ήταν το όγδοο παιδί της οικογένειας του και ο παρέας του κουρέας-χειρούργος το επάγγελμα, φιλοδοξούσε να δει τον γιο του νομικό. Αλλά αυτός μελετούσε κρυφά στη σοφίτα μουσική. Και η αμοιβή δεν άργησε να έρθει. Ο Δούκας του Βαϊσενφέλς ακούγοντας τον μικρό να παίζει, έπεισε τον πατέρα του να τον αφήσει να μελετήσει μουσική. Ο Χαϊντελ μελετούσε αδιάκοπα. Δέκα χρόνων έγραψε τρεις σονάτες για δύο όμποε. Το 1705 βλέπει το φως η πρώτη του όπερα. Ακολούθησαν άλλες τρεις και τα “Πάθη κατά Ιωάννην”. Κατόπιν έγραψε διάφορα έργα που γνώρισαν επιτυχία στις κυριότερες πόλεις της Ευρώπης.

 

Η αδιάκοπη όμως υπερένταση και δραστηριότητα, η αέναη εργασία και η διαρκής πάλη, αφήνει τον συνθέτη μισοπαράλυτο και για λίγο με χαμένο το λογικό. Έπειτα όμως από έντονη θεραπεία , ξαναγύρισε στο στίβο με ανανεωμένες δυνάμεις και διπλάσια δύναμη και ενεργητικότητα. Έγραψε πάνω από 40 όπερες, ορατόρια, μουσική δωματίου. Στα κοντσέρτα γκρόσσι δείχνει δείγματα μοναδικής ισορροπίας μεταξύ των κορυφαίων οργάνων και της ορχήστρας και κατόρθωσε να παρουσιάσει πλούσιους συνδυασμούς.

 

Τα δώδεκα κοντσέρτα γκρόσσι, που γράφηκαν σε δώδεκα μέρες, έγιναν δημοφιλέστατα από την πρώτη στιγμή.

 

Από το 1740  βρίσκει οριστικά το δρόμο του. Αφοσιώνεται στο ορατόριο που το ανεβάζει σε ανυπέρβλητα ύψη. Το 1742 παρουσιάζει τον “Μεσσία”. Ως σήμερα στάθηκε αδύνατο να βρεθεί κάτι που να ηλεκτρίσει και να συνεπαίρνει σαν το “Αλληλούια” από τον Μεσσία. Ο Μεσσίας συγκαταλέγεται ανάμεσα στα κυριότερα δείγματα μουσικής δημιουργίας και παραμένει ένα από τα δημοφιλέστερα έργα στην ιστορία της μουσικής.

 

Αυτός ο Κολοσσός γράφτηκε σε 20 μέρες. Το “Αλληλούια” κατά την πρώτη εκτέλεση του στο Λονδίνο, είχε προκαλέσει τόση εντύπωση, ώστε εξ’ ενστίκτου το ακροατήριο, προεξάρχοντος του Βασιλιά, σηκώθηκε όρθιο και παρακολούθησε με ιερή κατάνυξη. Η συνήθεια αυτή διατηρείται από τότε στην Αγγλία. Τα επόμενα ορατόρια του, στερεώνουν τη δόξα του και τον οδηγούν στην αθανασία.

 

Εκείνο που εντυπωσιάζει στη μουσική του Χαίντελ είναι η υγεία και η χαρά που βγαίνουν από αυτή. Βέβαια υπάρχει απόσταση ανάμεσα στην ξένοιαστη χαρά της μουσικής του Χαϊντελ και στη δραματική και επίπονη κατάκτηση της χαράς στο φινάλε της 9ης συμφωνίας του Μπετόβεν.

 

Αν ο Μπαχ μας μιλάει για τον Θεό, ο Χαϊντελ και ο Μπετόβεν μας κάνουν να ατενίζουμε αδιάκοπα τον άνθρωπο στην προσπάθεια του να ολοκληρωθεί και να γίνει κύριος του πεπρωμένου του.

 

Ο Χαϊντελ δεν αγαπά τις μπερδεμένες και δύσκολες μουσικές φόρμες. Το γράψιμο του είναι όλο φως.

 

Είναι Γερμανός αλλά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε στην Αγγλία.

 

Γράφοντας το τελευταίο του έργο αισθάνθηκε το φως του να αδυνατίζει. Εξακολούθησε να εργάζεται και με υπεράνθρωπη προσπάθεια το τελείωσε. Πέθανε εντελώς τυφλός και θάφτηκε με μεγαλοπρέπεια.

 

Ο Μπαχ και ο Χαϊντελ, παιδιά της ίδιας χώρας και της ίδιας χρονιάς, στο τέλος της ζωής τους εντελώς τυφλοί και οι δύο, θα έλεγε κανείς πως έχοντας τόσες εξωτερικές ομοιότητες θα έμοιαζαν και εσωτερικά. Η πραγματικότητα όμως είναι τελείως διαφορετική.

 

Ο Μπαχ μετριόφρων, χωρίς φιλοδοξίες, ολιγαρκής, άνθρωπος του σπιτιού. Ο Χαίντελ αυθόρμητος, με τρομερούς θυμούς και ορμητικά πάθη, κυνηγός της επιτυχίας, της δόξας, των σχέσεων και του πλούτου, άνθρωπος με αδάμαστη θέληση.

 

Τα έργα τους είναι ανάλογα με τον χαρακτήρα τους. Ο Μπαχ εσωτερικός, ο Χαίντελ αντικρίζει κατάματα τον κόσμο. Η μουσική του Μπαχ είναι γλυκιά, εξομολόγηση μιας τρυφερής καρδιάς. Δεν ενδιαφέρεται για τους πολλούς, απευθύνεται στους λίγους που γνωρίζουν.

 

Αντίθετα ο Χαιντελ, γράφει για την αυλή, για τον κόσμο. Η μουσική του είναι λαμπρή, εντυπωσιάζει τα πλήθη, τα διεγείρει και τα παρασύρει. Η ευρύτητα και η απλότητα κάνουν τα έργα του φωτεινά, είναι δημοφιλής. Στέκει ατάραχος εμπρός στους Βασιλιάδες όλων των Εθνών, αυτός ο Βασιλιάς της τέχνης.

 

Ο Χαιντελ και ο Μπαχ αποτελούν τις δύο κορυφές της τελευταίας εποχής Μπαρόκ, το επιστέγασμα ολόκληρης περιόδου που προηγήθηκε του κλασσικισμού, και οι δύο είναι μεγαλοφυίες. Μοιάζουν με δίδυμο ήλιο που ανέτειλε στη Γερμανία, και αφού φώτισε τα σκοτάδια της, ύστερα την οδήγησε στην πρώτη θέση της μουσικής των λαών.

 

Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ (1685-1750).

“Με τον Μπαχ μου συμβαίνει να ακούω την αιώνια αρμονία να μιλά με τον εαυτό της, σα μέσα στους κόλπους του Θεού, λίγη ώρα πριν από τη δημιουργία του κόσμου”. Με αυτά τα λόγια, ο τιτάνας της ποίησης Γκαίτε, χαρακτήρισε το έργο του γίγαντα της μουσικής, του Μπαχ.

 

Ο Μπαχ είναι ο Αισχύλος της μουσικής. Το Αισχυλικό έργο (δίχως φανατισμένη προγονολατρεία κοιταγμένο) είναι ατράνταχτο. Δε σηκώνει αμφισβήτηση, ούτε μπορεί κανείς να το συγκρίνει με τα έργα του Σαιξπηρ, του Δάντε, του Γκαίτε. Τα ίδια ισχύουν και για τον Μπαχ έναντι των άλλων μουσικών.

 

Στην οικογένεια Μπαχ καλλιεργήθηκε η τέχνη των ήχων επί τρεις σχεδόν αιώνες. Ήταν άνθρωποι με βαθιά θρησκευτικότητα και είχαν προπαντός το ταλέντο της μουσικής. Από την οικογένεια Μπαχ προήλθαν καλλιτέχνες μοναδικής δύναμης. Τα προτερήματα και οι αρετές που χαρακτήριζαν τους προγόνους, συγκεντρώθηκαν και έφθασαν σε όλο τους το μεγαλείο, στο πρόσωπο του Ιωάννου Σεβαστιανού Μπαχ.

 

Ο Ιωάννης Σεβαστιανός Μπαχ είναι το ενδοξότερο μέλος της οικογενείας. Η μουσική παράδοση της οικογενείας Μπαχ αποτελεί φαινόμενο που ποτέ δεν επαναλήφθηκε σε τέτοια έκταση.

 

Γεννήθηκε στις 21 Μαρτίου 1685 στο Αϊεζανάχ της Κεντρικής Γερμανίας. Τα πρώτα μουσικά μαθήματα τα πήρε από τον πατέρα του. Έμεινε ορφανός από 10 χρονών και ανέλαβε ο μεγαλύτερος αδελφός του την ανατροφή και τη μόρφωση του.

 

Αργότερα, μη θέλοντας να γίνει βάρος της διαρκώς αυξανόμενης οικογένειας του αδελφού του πήγε στο Luneburg για να ψάλλει στο χορό και ύστερα στη Βεϊμάρη ως εκτελεστής ορχήστρας.

 

Ίσως κανένας άλλος μουσικός δεν έζησε τόσο απλή, τόσο περιορισμένη, τόσο στερημένη από κάθε φιλοδοξία ζωή όσο ο Μπαχ. Παντρεύτηκε δύο φορές και από τις δύο γυναίκες του απέκτησε 20 παιδιά, 9 κόρες και 11 γιούς. Από τα 20 παιδιά του είδε να πεθαίνουν τα 13, ενώ άλλα όπως ο Φίλιππος Εμμανουήλ και ο Φρειδερίκος έγιναν θαυμάσιοι μουσικοί.

 

Παρά τα πλήγματα που πήρε από το χαμό των παιδιών του, απολάμβανε με όλη του την  καρδιά τη χαρά που του πρόσφερε η ζωή. Καμάρωνε τη μουσική κλίση των παιδιών του και γευότανε την χαρά της δημιουργίας.

 

 Δεν ήταν μικρή η ικανοποίηση που δοκίμασε όταν ο βασιλιάς Φρειδερίκος σταμάτησε την εκτέλεση ενός κοντσέρτου και φώναξε: “Κύριοι, ο γερό Μπαχ είναι εδώ”. Και τούτο μόλις πληροφορήθηκε την άφιξη του στο Πότσδαμ.

 

Τις συνθήκες μέσα στις οποίες ζούσαν την εποχή εκείνη και οι πιο ταλαντούχοι μουσουργοί μπορούμε να τις δούμε από ένα συμβόλαιο που υπέγραψε ο Μπαχ όταν προσλήφθηκε ως μουσικός της Ενορίας του Αγίου Ματθαίου στη Λειψία.

 

Σύμφωνα με το συμβόλαιο αυτό ήταν υποχρεωμένος να διδάσκει στο σχολείο της Ενορίας του Αγίου Ματθαίου μουσική και λατινικά, να επιδιορθώνει τα όργανα, να συνθέτει, να εκτελεί, να προετοιμάζει τη χορωδία και να διευθύνει τη μουσική σε δύο εκκλησίες. Και η αμοιβή γι αυτά: Ένας πενιχρός μισθός που συνδεότανε με δέσμευση της προσωπικής του ελευθερίας (Δεν μπορούσε να βγει από την πόλη χωρίς την άδεια του Δημάρχου).

 

Αν δεν επαρκούσε στα τόσα του καθήκοντα ήταν υποχρεωμένος να βρει βοηθό ικανό, χωρίς αυτό να σημαίνει καμιά επιβάρυνση για το εξοχότατο Συμβούλιο. Ποιος από τους σημερινούς καλλιτέχνες θα υπέγραφε ένα τέτοιο συμβόλαιο;

 

Ο Μπαχ ελευθερώνει τον άνθρωπο από τα δεσμά της γήινης αθλιότητας και τον ανυψώνει στον ουρανό. Εκεί εμπιστεύεται τους πόνους και τις θλίψεις του κι εκεί βρίσκει την παρηγοριά και την Ειρήνη. Είναι βαθιά θρησκευτικός γι αυτό και η μουσική του αποτελείται κυρίως από θρησκευτικές συνθέσεις.

Ο Μπαχ δημιούργησε ένα τεράστιο σε έκταση έργο. Στο έργο του έχει ιδιαίτερη βαρύτητα η ενόργανη μουσική, οι καντάτες και η Εκκλησιαστική μουσική.

 

Έγραψε όλα τα είδη της μουσικής εκτός από όπερες.

Έργα αξιοθαύμαστα που περικλείουν έναν ολόκληρο κόσμο. Έργα που βρίσκονται σε σπέρμα σε όλες τις νεότερες μουσικές συνθέσεις. Τα έργα που τον τοποθετούνε στην κορφή της πυραμίδας της παγκόσμιας Εκκλησιαστικής μουσικής, είναι τα περίφημα “Πάθη” του. Τα “Πάθη κατά Ματθαίον”, τα “Πάθη κατά Ιωάννη” και το “Ορατόριο των Χριστουγέννων”.

Έγραψε κοντσέρτα, σονάτες, σουϊτες, χορικά και πάνω από 500 καντάτες. Έργα για εκκλησιαστικό όργανο, για κλαβενσίν, και το μνημειώδες έργο του “το συγκερασμένο κλειδοκύμβαλο” που θεωρείται το Ευαγγέλιο για όλους τους πιανίστες.

 

Καταπληκτικό σαν τέχνη και φαντασία είναι το έργο που έγραψε για τους μαθητές του ένα χρόνο πριν πεθάνει “Η τέχνη της φούγκας”. Είναι το κορύφωμα της αντιστικτικής του δεξιοτεχνίας.

 

Η μουσική του αντιστιξία αγγίζει τα όρια του θαύματος (Αντίστιξη είναι η τεχνική της συνένωσης δύο ή περισσότερων ανεξάρτητων μελωδιών).

Η μουσική του θεωρείται όχι μόνο δημιούργημα υπέροχου καλλιτέχνη αλλά και υπόδειγμα τεχνικής την οποία κανένας στον κόσμο από τότε δεν μπόρεσε να ξεπεράσει.

 

Και όμως παρά την τεράστια έκταση του έργου του, δεν υπάρχει ούτε ένα έργο δεύτερης ποιότητας. Συνήθως και στους πιο μεγάλους μουσουργούς μπορούμε να βρούμε μερικά τους έργα που είναι μέτρια ή κακά. Το ταλέντο όμως του Μπαχ και η τεχνική του σιγουριά ποτέ δεν τον πρόδωσαν. Ό,τι βγήκε από το χέρι του στέκει έως σήμερα. Δεν υπάρχει λάθος. Δεν υπάρχει μετριότητα.

 

Σήμερα ο Μπαχ θεωρείται ο Πατριάρχης της μουσικής, ο μεγαλύτερος μουσουργός όλων των εποχών. Η αγάπη για την τέχνη του φτάνει σε λατρεία. Και όμως, ελάχιστοι από τους συγχρόνους του αισθάνθηκαν την μεγαλοφυΐα του. Ο ίδιος ο Μπαχ, τύπος αγαθού Γερμανού και φρόνιμου οικογενειάρχη, δε φανταζόταν μέσα στη μετριοφροσύνη του ότι τα έργα του θα επιζούσανε, δεν υποπτευόταν ίσως το μεγαλείο τους.

 

Όσο ζούσε, τιμήθηκε περισσότερο για τη δεξιοτεχνία του στο πιάνο, στο βιολί και κυρίως στο εκκλησιαστικό όργανο, παρά για το δημιουργικό του έργο.

 

Ποτέ αριστουργήματα δεν εξεπονήθηκαν και δεν εξεδηλώθηκαν με τόση απλότητα. Οι σύγχρονοι του τον τιμούσαν, θεωρούσαν όμως κορυφαίους τους Χαίντελ και τον Τέλεμαν.

 

Περί το τέλος όμως της ζωής του, όταν έχασε τελείως το φως του και δεν μπορούσε να εργαστεί, εγκαταλείφθηκε. Η οικογένεια του πεινούσε και όταν πέθανε, η γυναίκα του κατάντησε τρόφιμος ενός φτωχοκομείου.

 

Η μουσική του Μπαχ είναι αποτέλεσμα σκέψης και στοχασμού. Είναι βαθιά και απαιτεί προσπάθεια για να την καταλάβει κανείς.

 

Ίσως από το έργο του να λείπει το συνταρακτικό πάθος του Μπετόβεν αλλά εις αντάλλαγμα πόση ολύμπια γαλήνη!

 

Ο Μπαχ είναι πολυσύνθετη μεγαλοφυΐα η οποία συγκεντρώνει την τέχνη των πολυφωνικών της αναγέννησης αλλά είναι ταυτόχρονα και μεγαλοφυΐα η οποία αφήνει τους παλαιούς τρόπους και ασπάζεται νέα τονικά συστήματα.

 

Η μεγαλοφυΐα του Μπαχ επιζητεί την έκφραση, την ωραία μελωδική γραμμή, τους ποικίλους ρυθμούς και την πλούσια αρμονία και έτσι ανοίγει το δρόμο προς τη νέα τέχνη.

 

Ο Μπαχ υπήρξε επίσης μέγας οργανοκρούστης. Τα ανεξάντλητα αυτοσχεδιάσματά του στο εκκλησιαστικό όργανο παίρνουνε πολλές φορές διαστάσεις μεγαλοφυών συνθέσεων.

 

Επίσης είναι ένας από τους καταπληκτικότερους πολυγράφους της μουσικής.

Ο θάνατος του γέρου συνθέτη πέρασε απαρατήρητος και το όνομα του επί 50 χρόνια λησμονήθηκε. Έπρεπε να φωνάξει ο Μότσαρτ “Να επιτέλους που ακούω κάτι καινούργιο και μαθαίνω κάτι”, ακούγοντας ένα έργο του Μπαχ, για να τον προσέξουν. Έπειτα ο Μέντελσον και ο Σούμαν έκαναν αγώνα για να τον γνωρίσουν στους συγχρόνους τους.

 

Τέλος στο 1850 ιδρύθηκε στη Λειψία Εταιρεία με την επωνυμία “Εταιρεία Μπαχ” , η οποία ανέλαβε την έκδοση των έργων του. Η Εταιρεία τελείωσε το έργο της το 1900 και εξέδωσε τις συνθέσεις του Μπαχ σε 54 τόμους.

 

Το έργο του Μπαχ είναι τεράστιο και πολύπλευρο.

 

Χάρη στη μεγαλοφυΐα του, στη μόρφωση του, στην απεριόριστη εργατικότητα του και στο χαρακτήρα του, κατάφερε να αξιοποιήσει ό,τι καλύτερο είχαν δώσει ως τότε όλα τα στάδια της μουσικής εξέλιξης:

 

Το έργο του είναι σύνθεση όλης της προηγούμενης μουσικής και ταυτόχρονα διατηρεί την έντονη προσωπικότητα του, είναι η τελειοποιημένη κατάληξη προσπάθειας χιλίων ετών και συγχρόνως η αρχή όλης της νεότερης μουσικής.

 

Ο Μπαχ συγκεντρώνει και συγκεφαλαιώνει όλες τις σκόρπιες επιτεύξεις των περασμένων αιώνων και συγχρόνως προαναγγέλει και προετοιμάζει τη βαριά φορτωμένη αλλά τόσο βαθιά και παντοδύναμη τέχνη ενός Μπετόβεν και ενός Βάγκνερ.

 

Κλασσικισμός (1750-1827).

Ο χαρακτηρισμός ως κλασσικής κάθε σοβαρής μουσικής σε αντίθεση με την ελαφρά μουσική είναι ατυχής. Γιατί η κλασσική μουσική είναι η μουσική μιας ιστορικής περιόδου με τα ορισμένα της χαρακτηριστικά.

Από τα τελευταία χρόνια του μπαρόκ άρχισαν να ξεπηδάνε τα πρώτα στοιχεία ενός καινούργιου μουσικού ύφους (στυλ). Στην αρχή διασκορπισμένα με διάφορες ξεχωριστές και απλές συνθέσεις, αργότερα όμως, σε ένα συστηματοποιημένο ρεύμα. Χαρακτηριστικό του κλασσικισμού είναι η απλότητα, το μέτρο, η σαφήνεια, η ισορροπία. Το Μπαρόκ τόνισε την αίσθηση του ωραίου. Το μεγάλο πάθος της ώριμης μουσικής του μπαρόκ οδήγησε σε αντίθετες προσπάθειες: στην ανανέωση της νηφαλιότητας και της ηρεμίας.

 

Τα σπουδαιότερα επιτεύγματα της κλασσικής εποχής είναι η μεταρρύθμιση της όπερας και η διαμόρφωση της κλασσικής σονάτας και της συμφωνίας. Η σονάτα αναλύεται λεπτομερειακά στο κεφάλαιο “Βασικές μορφές της σύνθεσης”.

 

Στην εξέλιξη της όπερας εμφανίζονται σημαντικές αλλαγές. Επίσης αναπτύσσεται η κωμική όπερα: όπερα BUFFA στην Ιταλία, OPERA COMIQUE στη Γαλλία, SINGSPIEL στη Γερμανία.

 

Το χαρακτηριστικό στις συνθέσεις για όπερες σε αυτόν τον αιώνα είναι η αδιάκοπη προσπάθεια νε ελευθερωθούν από την Ιταλική επίδραση και να δημιουργήσουν όπερες στη γλώσσα κάθε τόπου. Εμφανίζονται Αγγλικές, Γαλλικές, Γερμανικές όπερες.

 

Ο κλασσικισμός κορυφώνεται με τα έργα τριών μεγάλων μουσουργών: Γ. Χάυδν, Β. Μότσαρτ και Λ. Μπετόβεν.

 

Μπορούμε να πούμε πως τα έργα του Χάυδν και του Μότσαρτ είναι η συνθετική έκφραση του κλασσικισμού. Οι δύο αυτοί αποτελούν μία πολύ ενδιαφέρουσα δυάδα το ίδιο όπως στην εποχή του μπαρόκ ο Χαίντελ και ο Μπαχ. Τα έργα του Μότσαρτ και του Χάυδν επηρέασαν τον Μπετόβεν.

Ο πιο σημαντικός από τους μεταρρυθμιστές της όπερας αυτής της εποχής είναι ο Χρ. Γκλουκ (1714-1787).

 

Γεννήθηκε σε ένα χωριό κοντά στα σύνορα της Βοημίας. Ήταν γιος ενός δασοφύλακα. Η παιδική ζωή του πέρασε πολύ δύσκολα. Ξυπόλυτος μέσα στη βροχή και τα χιόνια γυρνούσε στα άγρια δάση μαζί με τον πατέρα του κουβαλώντας πάνω στους λεπτούς και ευαίσθητους ώμους του τα βαριά όπλα του πατέρα του και τα κυνήγια που τυχόν σκότωναν.

 

Στα 12 του χρόνια γίνεται κορυφαίος του χορού στο Ιησουίτικο σχολείο του χωριού του. Μετά αρχίζει την ακατάστατη ζωή του πλανόδιου μουσικού παίζοντας βιολί και βιολοντσέλο για να κερδίζει τη ζωή του. Στα 22 του χρόνια βρίσκεται στη Βιέννη και παίζει βιολοντσέλο σε μια γιορτή που δόθηκε στο παλάτι. Κατά καλή του τύχη βρισκόταν εκείνη τη βραδιά και ένας Ιταλός αριστοκράτης που ενθουσιάστηκε με το παίξιμο του νεαρού Γκλουκ.

 

Πήγε στο Μιλάνο με την υποστήριξη του Ιταλού αριστοκράτη και έπειτα από 4 χρόνια σοβαρής και επιμελημένης μελέτης έγραψε την πρώτη του όπερα “Αρταξέρξης” που σημείωσε λαμπρή επιτυχία. Μετά από αυτή την όπερα ακολούθησαν πολλά άλλα έργα.

 

Την εποχή εκείνη η Ιταλική όπερα είχε κατακτήσει όλη την Ευρώπη και για πολύ καιρό μουσικοί και κοινό πίστευαν πως μονάχα το Ιταλικό ύφος ήταν κατάλληλο για όπερες. Αλλά όμως κατά το διάστημα αυτό είχε ξεπέσει πάρα πολύ.

 

Οι συνθέτες ήταν σκλάβοι των ηθοποιών, ακολουθώντας τα καπρίτσια των τραγουδιστών, απολύτως δε κύριοι στη σκηνή ήταν η σοπράνο και ο τενόρος που με την καταπληκτική φωνή τους θάμπωναν τους ακροατές, οι οποίοι δεν ενδιαφέρονταν για τίποτε άλλο, εκτός από το ωραίο τραγούδι.

 

Έτσι, όταν τελείωνε η άρια της σοπράνο ή του τενόρου, οι ακροατές δε νοιάζονταν ούτε για τη μουσική, ούτε για την πλοκή του έργου και στα θεωρεία παίζανε χαρτιά ή κουβεντιάζανε τρώγοντας, έως ότου έρθει πάλι η σειρά του τενόρου ή της σοπράνο, οπότε όλοι σώπαιναν και καθηλώνονταν στο τραγούδι με δέος και κατάνυξη.

 

Όλη αυτή την ακαταστασία βάλθηκε ο Γκλουκ να τη βάλει σε τάξη. Πενηντάρης σχεδόν, γνωρίζεται και συνδέεται με τον Ιταλό ποιητή Καλσαμπίκι, ο οποίος είχε άλλες ιδέες για τη θεατρική μουσική, από τις οποίες επηρεάστηκε ο Γκλουκ.

 

Έτσι αισθάνεται αποστροφή για ό,τι είχε γράψει έως τότε και προσπαθεί να δημιουργήσει ένα νέο ύφος που να καταργεί κάθε τι εξωτερικό στην όπερα και να αναζητεί την αλήθεια και την απλότητα.

 

Από τη συνεργασία του με τον Καλσαμπίκι γεννιέται η όπερα “Ορφεύς” που παίζεται το 1762 στη Βιέννη προς μεγάλη έκπληξη του κοινού, γιατί ήταν μια αληθινή επανάσταση. Η δραματική εντύπωση (ο λόγος) έπαιρνε την πρώτη θέση και η μουσική ήταν ένα μέσο και όχι σκοπός. Όπερα χωρίς στολίδια, χωρίς λαρυγγισμούς ήταν κάτι το πρωτοφανές, κάτι το πρωτότυπο.

 

Σιγά σιγά όμως, αυτή η ωραία απλότητα που παραξένεψε το κοινό γίνεται μια μεγάλη επιτυχία και το δεύτερο έργο του “Άλκηστη”, που ήταν πάνω στον τύπο του “Ορφέα”, θριάμβευσε. Στο Παρίσι παρουσίασε την “Ιφιγένεια εν Αυλίδι”. Παρά τις δυσκολίες που συνάντησε, πέτυχε μια εκτέλεση σύμφωνα με τις απόψεις του και η επιτυχία ήταν σημαντική.

 

Τον “Ορφέα”, τον ανέβασε πάλι μεταφρασμένο στα Γαλλικά και σημείωσε πραγματικό θρίαμβο. Όταν τον άκουσε ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ είπε: “Αφού μπορεί κανείς επί δύο ώρες να έχει μια τέτοια μεγάλη απόλαυση, βρίσκω πως αξίζει να ζει”.

 

Άλλη όπερα που γνώρισε μεγάλη επιτυχία είναι η “Ιφιγένεια εν Ταύροις”. Λίγο μετά τον θρίαμβο της “Ιφιγένειας εν Ταύροις”, ο Γκλουκ έγραψε μια νέα όπερα την “Ηχώ και Νάρκισσο”, η οποία όμως δεν είχε επιτυχία. Πικραμένος αποτραβιέται στη Βιέννη και εκεί ζει τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Πέθανε σε ηλικία 77 ετών. Εκτός από τις υπέροχες όπερες του που έμειναν αθάνατες άφησε 9 συμφωνίες, 6 τρίο και μερικά θρησκευτικά έργα.

 

Ιωσήφ Χάυδν (1732-1809).

Γεννήθηκε σε ένα χωριουδάκι της Αυστρίας από μια απλή χωριάτισσα. Ο πατέρας του ήταν αμαξοποιός με ωραία φωνή τενόρου που η μόνη του χαρά ήταν να τραγουδάει με την εξίσου καλλίφωνη γυναίκα του τα λαϊκά τραγούδια της εποχής. Την αγάπη αυτή τη μετέδωσε και στον μικρό Ιωσήφ. Όταν ο Χάυδν ήταν 8 χρονών πήγε τυχαίως στο χωριό του ο Διευθυντής της χωρωδίας του καθεδρικού ναού του Αγίου Στεφάνου της Βιέννης, ακούει τον Ιωσήφ, ενθουσιάζεται από την ωραία φωνή του και τον παίρνει στη Βιέννη όπου γίνεται μέλος της παιδικής χορωδίας.

 

Όταν όμως έγινε έφηβος και δεν μπορούσε πια να μείνει στην παιδική χορωδία, βρέθηκε κυριολεκτικά στο δρόμο. Γίνεται πλανόδιος μουσικός, για να μπορέσει να ζήσει και παίζει βιολί στο δρόμο, στις αυλές, στις μπυραρίες.

 

Ένας φιλόμουσος και φτωχός κουρέας που είχε θαυμάσει τη φωνή του, συγκινείται βαθιά από την απελπιστική κατάσταση του Χάυδν και τον φιλοξενεί στη μικρή σοφίτα του σπιτιού του .

 

Εκεί συνδέεται με ένα Ιταλό ποιητή και χάρη σε αυτόν προσλαμβάνεται πρώτα σαν υπηρέτης και μετά σαν γραμματέας στον πρεσβευτή της Βενετίας. Γράφει συνέχεια και στα 25 χρόνια του έχει γράψει κιόλας τις πρώτες σονάτες και τα πρώτα του κοντσέρτα.

 

Μετά γίνεται αρχιμουσικός στο πολυτελές παλάτι του πρίγκιπα Εστερχάζυ. Τότε παντρεύτηκε τη δευτερότοκη θυγατέρα του κουρέα που τον βοήθησε στις δύσκολες στιγμές του. Η γυναίκα του όμως ήταν δύστροπη, θρησκόληπτη, φαντασιόπληκτη και δεν καταλάβαινε τίποτα από μουσική. Η ζωή του ζεύγους ήταν μαρτυρική την οποία μονάχα ο καρτερικός και πράος χαρακτήρας του Χάυδν μπορούσε να υπομένει.

 

Παρότι αυτή η στριμμένη γυναίκα τον βασάνισε σε όλη του τη ζωή και του προκαλούσε διαρκώς θύελλες, δεν έχασε την εύθυμη και καλή του διάθεση. Όταν ο πρίγκιπας Εστερχάζυ πέθανε, του άφησε μια γερή σύνταξη που του επέτρεπε μια άνετη ζωή.

 

Πήγε δύο φορές στο Λονδίνο. Τα ταξίδια αυτά είναι αξιομνημόνευτα (1790-1792, 1792-1795) γιατί ποτέ δεν είχε απομακρυνθεί από τη Βιέννη και τα περίχωρά της.

 

Κατά τη περίοδο αυτή έγραψε τις ωραιότερες συμφωνίες του. Ο Χάυδν εκτιμήθηκε πολύ στην Αγγλία. Το Πανεπιστήμιο τον τίμησε με τον τίτλο του διδάκτορος. Κατά την τελετή εκτελέστηκε μία από τις ωραιότερες συμφωνίες του που ονομάστηκε “Συμφωνία της Οξφόρδης”. Αν και τόσο τιμήθηκε στην Αγγλία, στην πατρίδα του ήταν ελάχιστα γνωστός. Μόλις σε ηλικία 65 ετών κατόρθωσε να επιβληθεί στους συμπατριώτες του και να γίνει διάσημος με το ορατόριο “Δημιουργία”. Μετά το περίφημο αυτό ορατόριο συνέθεσε δεύτερο αριστούργημα, τις “Εποχές” και με αυτό έφτασε στον κολοφώνα της δόξας του.

 

Το μεγαλείο όμως του Χάυδν οφείλεται στο ότι έπαιξε σημαντικότατο ρόλο στη διαμόρφωση της κλασσικής σονάτας και της συμφωνίας. Του ανήκει η τιμή ότι ανέβασε το περιεχόμενό τους και τελειοποίησε τη μορφή αυτών των μουσικών ειδών, οι πρόδρομοι των οποίων απλώς είχαν χαράξει σε γενικές γραμμές. Ο Χάυδν τιμάται ως ο πατέρας της ενόργανης μουσικής.

Όταν γύρισε από το Λονδίνο, συνάντησε τον Μπετόβεν και έγινε δάσκαλος του. Οι σχέσεις όμως των δύο μουσουργών δεν ήταν ομαλές, γιατί ο Μπετόβεν έχοντας συναίσθηση της αξίας του, δεν υποτασσόταν. Δεν τον συνεκλόνισαν ποτέ τα μεγάλα πάθη και η μουσική του είναι ένα αδιάκοπο χαμόγελο όπως και η ζωή του.

 

Η τέχνη του Χάυδν έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με την τέχνη του Μότσαρτ. Η μουσική του είναι πιο γήινη, πιο χαρούμενη. Δεν έχει όμως τόση χάρη όσο του Μότσαρτ. Είναι ελάχιστη η διαφορά τους, την αισθανόμαστε όμως καθαρά.

 

Η μουσική του Χάυδν είναι ακριβώς αυτό τούτο το Βιεννέζικο πνεύμα, το εύθυμο και τρυφερό, που αγνοεί τι είναι θλίψη και θυμός. Ο Χάυδν στάθηκε ακούραστος δουλευτής. Ο κατάλογος των έργων του μας φέρνει ίλιγγο: 125 συμφωνίες, 85 σονάτες, 83 κουαρτέτα, 125 κομμάτια μουσικής δωματίου, 24 όπερες, 40 λειτουργίες και ορατόρια. Μια τέτοια δραστηριότητα είναι σχεδόν θαύμα.

 

Το ορατόριο “Δημιουργία” και η συμφωνία του 104 “Λονδίνο” είναι δικαιολογημένα διάσημες. Ακόμα ωραιότερα είναι τα κουαρτέτα του.

 

Ο Χάυδν τη δόξα του την οφείλει στη “Δημιουργία” και στη συμφωνία της “Οξφόρδης” που γράφτηκε μέσα σε λίγες μέρες. Όπως στον Μότσαρτ, έτσι και στον Χάυδν, συναντάμε τα πρώτα σπέρματα της καινούργιας μουσικής.

 

Το οραματικό πάθος είναι το γνώρισμα του επερχόμενου ρομαντισμού.

 

Ο Χάυδν έζησε 77 χρόνια. Ήρθε πάμπτωχος στη ζωή και έφυγε βαθύπλουτος. Ήρθε άσημος και έφυγε διάσημος.

 

Βολφγκαγκ Αμαντέους Μότσαρτ (1756-1791).

Γεννήθηκε στο Σάλτσμπουργκ το 1756. Ανήκε σε μουσική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν λαμπρός μουσικός.

 

Πριν ακόμα συμπληρώσει τα έξι του χρόνια έγινε διάσημος. Ήταν ένα παιδί θαύμα που καταχειροκροτήθηκε από τις πιο απαιτητικές αυλές της Ευρώπης. Από 3 χρόνων άρχισε να παίζει βιολί, πιάνο και όργανο. Έξι μήνες ήταν αρκετοί για να κατορθώσει να παίξει μπροστά στον πρίγκιπα εκλέκτορα της Βαυαρίας ένα κοντσέρτο βιολιού.

 

Από τα 4 χρόνια του άρχισε να γράφει δικές του συνθέσεις.

Στα 8 του χρόνια έγραψε συμφωνία. Στα 10 χρόνια του εμφανίζεται ως πιανίστας για πρώτη φορά στο πλευρό της 11χρονης αδελφής του. Τέτοιο ήταν το παίξιμο του, ώστε ο Βαυαρός εκλέκτορας όταν τον άκουσε είπε: “Ποιος θα μπορούσε να πιστέψει ότι μέσα στο μικρό αυτό κεφαλάκι χωρεί το άπειρο”.

 

Πριν ακόμα γίνει 10 χρόνων είχε αποκτήσει την τεχνική κατάρτιση του Χάυδν που ήταν δάσκαλος του και που του χρειάστηκαν 30 ολόκληρα χρόνια σκληρής δουλειάς για να την κατακτήσει. Ένδεκα χρόνων γράφει την πρώτη του όπερα.

 

Ο Πάπας Κλήμης 14ος τον παρασημοφόρησε με τον “Ιππότη του Χρυσού Πτερνιστήρα” γιατί κατόρθωσε να σημειώσει έναν ύμνο που ψαλλότανε κάθε χρόνο τη Μεγάλη Εβδομάδα στην Καπέλα Σιξτίνα και που η αντιγραφή του απαγορευόταν. Αυτό τον ύμνο τον άκουσε μονάχα μια φορά.

 

Η τραγική ζωή του μας δίνει μια εικόνα της θέσης που είχαν οι μουσικοί την εποχή εκείνη. Στα 18 του χρόνια εργάστηκε ως αρχιμουσικός στην Αρχιεπισκοπή του Σάλτσμπουργκ. Η θέση του ήταν μεταξύ των υπηρετών με τους οποίους συνέτρωγε.

 

Επειδή επιθυμούσε να κάνει μια νέα περιοδεία και ο Αρχιεπίσκοπος του Σαλτσμπουργκ αρνήθηκε να του δώσει άδεια, αναγκάστηκε να παραιτηθεί.

 

Η παραίτηση του Μότσαρτ προκάλεσε φοβερή οργή στον Αρχιεπίσκοπο. Τον έβρισε αλήτη, ψειριάρη, βλάκα και ο Γραμματέας του τον πέταξε έξω με τις κλωτσιές.

 

Αν και τα έργα του παίζονταν πάντα, ο Μότσαρτ υπέφερε οικονομικά και αναγκαζόταν να παραδίδει μαθήματα για να κερδίσει λίγα χρήματα. Είχε ανάγκη από την εύνοια των βασιλιάδων και των ευγενών, οι οποίοι όμως τον πλήρωναν ελάχιστα, σαν να του έδιναν ελεημοσύνη.

 

Γι αυτό ήταν αναγκασμένος να ζει μια άθλια ζωή, γεμάτη μιζέρια, ιδίως στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Στα 1782 παντρεύτηκε την Κωνστάνς Βέμπερ, εξαιρετική τραγουδίστρια και μουσικό, μια γυναίκα όμως ανέμελη, κοκέτα και κακονοικοκυρά.

 

Από τότε δεν έπαψε να αγωνίζεται κατά της φτώχειας και έως το θάνατο του δεν κατόρθωσε να απαλλαγεί από τις στερήσεις. Εκ φύσεως όμως ήταν πολύ αισιόδοξος και στις χειρότερες στεναχώριες του δεν έχανε το θάρρος του.

 

Γενικά επικρατεί η γνώμη πως ο Μότσαρτ ήταν εύθυμος άνθρωπος και πως η μουσική του είναι πάντα διασκεδαστική. Βέβαια, το έργο του Μότσαρτ έχει πολλές δροσερές και χαρούμενες συνθέσεις. Μα τα έργα των τελευταίων χρόνων της ζωής του και η αλληλογραφία του μας δείχνουν και την άλλη πλευρά του μουσουργού.

 

Μας αποκαλύπτουν πως ο Μότσαρτ ήταν πολύ σοβαρός άνθρωπος, πολύ πονεμένος και με αφάνταστη θέληση και εργατικότητα. Πολλά έργα του εκφράζουν βαθύ πόνο και νοσταλγία. Η αλήθεια όμως είναι πως γενικά το έργο του το χαρακτηρίζει η χαρά, η αισιοδοξία και η αγάπη της ζωής.

 

Οι παλιοί μουσικοί αντιμετώπιζαν φοβερές δυσκολίες στη ζωή τους, μα σπάνια ένοιωθαν την ανάγκη να την εκφράσουνε μέσα στα έργα τους. Ίσως και να πιστεύανε πως ήταν έλλειψη αξιοπρέπειας να κάνουν κάτι τέτοιο.

 

Τους χρωστάμε ευγνωμοσύνη γιατί οι συνθέσεις τους μας πλημμυρίζουν φως και αισιοδοξία.

 

Επίσης είναι μύθος ότι ο Μότσαρτ είναι εύκολος μουσικός. Αν και η μουσική του μοιάζει να είναι πολύ προσιτή σαν να μας μιλάει τη μητρική μας γλώσσα, ο Μότσαρτ είναι ένας δύσκολος μουσικός.

 

Βέβαια υπάρχει και η “Μικρή Νυκτερινή Μουσική” και το “Τουρκικό Εμβατήριο” που θα ήταν παρακινδυνευμένο να ζητήσουμε κάποιο κρυφό νόημα.

 

Η μουσική του όμως στα μεγάλα έργα όπως π.χ στο κουϊντέτο για έγχορδα, στη συμφωνία αριθ. 40 και στις όπερες “Δον Ζουάν” και “Μαγεμένος Αυλός”, κάθε άλλο παρά προσφέρεται για ευχάριστη ξεκούραση. Είναι απεναντίας, φορτωμένα με ένα νόημα που οι λέξεις αδυνατούν να εκφράσουν και που ρίχνει μοναδική λάμψη στα μυστήρια της ζωής, της ομορφιάς και του θανάτου.

 

Ο Μότσαρτ είναι η μεγαλύτερη μετά τον Μπαχ μουσική φυσιογνωμία της εποχής αυτής, είναι το θαύμα στην ιστορία της μουσικής. Η μεγάλη του προσφορά είναι το μεγαλειώδες έργο του στον τομέα της όπερας και παράλληλα στην ενόργανη μουσική.

 

Ο Μότσαρτ μπορεί να χαρακτηριστεί σαν ένας πρωτοπόρος του Γερμανικού μελοδράματος και συνεχιστής της παράδοσης του Γκλουκ, του οποίου τελειοποίησε την τέχνη.

 

Ήταν γεννημένος για την όπερα. Στον τομέα αυτό κανείς συνθέτης δεν μπόρεσε να του κλέψει τις δάφνες. Οι όπερες του είναι μοναδικό γεγονός στην ιστορία της μουσικής, ένα ανεξάντλητο απόθεμα ποίησης και γνώσης.

 

Μέχρι της εποχής του το μουσικό θέατρο της Γερμανίας αντέγραφε τους Ιταλούς. Στο θέατρο ο Μότσαρτ δεν προσέχει μόνο τη μελωδία όπως οι Ιταλοί ή την ποίηση όπως ο Γκλουκ.

 

Κατορθώνει να τα συμβιβάσει όλα ώστε να μην θυσιάσει ούτε τη μελωδία, ούτε την απαγγελία. Επίσης αφήνει τα αρχαία θέματα και την τραγωδία και παίρνει τα πρόσωπα των έργων του από την καθημερινή ζωή (Φίγκαρο) ή μας μεταφέρει σε ένα φανταστικό κόσμο (Μαγεμένος Αυλός) και έτσι ανοίγει το δρόμο στον ρομαντισμό και προαναγγέλει τον Βέμπερ και τον Βάγκνερ.

 

Περισσότερο από όλα τα είδη της μουσικής γράφει ενόργανη μουσική. Ιδιαίτερη προτίμηση έχει στα κοντσέρτα. Στον Μότσαρτ οφείλεται η οριστική μορφή του κοντσέρτου. Του έδωσε την τελειότερη μορφή και το ανύψωσε τόσο που κανείς ακόμα δεν μπόρεσε να τον ξεπεράσει.

 

Προκαλεί θαυμασμό η ισορροπία ανάμεσα στο σόλο και στην ορχήστρα.

Και αυτός ο Μπετόβεν μελετούσε τα κοντσέρτα του με προσοχή και ανεγνώριζε την αξία τους.

 

Έγραψε 600 έργα και διέπρεψε σε όλα τα είδη. Ως τα 18 του χρόνια είχε γράψει 200 έργα που είναι μόνο μια απλή υπόσχεση. Είναι ο πρώτος αυτοσχεδιαστής όλων των εποχών.

 

Η έμπνευση του δεν ερχόταν ύστερα από αναζήτηση με πάθος ύστερα από αγώνα της διανοίας του. Η πηγή ήταν αστείρευτη, πραγματικά ατελείωτη. Βέβαια και τα 600 έργα του δεν είναι αριστουργήματα. Απεναντίας υπάρχουν πολλά ασήμαντα.

 

Παρόλο ότι έζησε τόσα λίγα χρόνια, συνέθεσε μεγάλο αριθμό έργων. Από αυτά σπουδαιότερα είναι:

 

Όπερες: Την πρώτη όπερα “Ψευτοαθώα”, την έγραψε όταν ήταν 10 χρόνων. Η όπερα αυτή παίχτηκε έπειτα από 200 χρόνια στις γιορτές του Σαλτσμπουργκ το 1956. Στην ώριμη ηλικία έγραψε τον “Ιδομενέα” που προκάλεσε θύελλα ενθουσιασμού.

 

Η “Απαγωγή από το Σαράϊ” είναι η μεγάλη επιτυχία, το τέλειο αριστούργημα, που σημειώνει σταθμό στην Ιστορία της όπερας γενικά και ιδίως της Γερμανικής, και που την έγραψε  κατά παραγγελία του αυτοκράτορα Ιωσήφ του 2ου. Όταν ο Γκαίτε άκουσε την όπερα αυτή είπε: “Όλους τους ξεπέρασε ο Μότσαρτ”.

 

Άλλες όπερες που σημείωσαν θριαμβευτική επιτυχία είναι: “Οι Γάμοι του Φίγκαρο”, “Δον Ζουάν”, “Έτσι κάνουν όλες”, “Ο Μαγεμένος Αυλός” και άλλες.

 

Συμφωνίες: Συνέθεσε 49 συμφωνίες που είναι αριστουργήματα. Η συμφωνία του Διός είναι η πιο τέλεια, το κορύφωμα της τέχνης του Μότσαρτ.

 

Κοντσέρτα: Έγραψε 55 κοντσέρτα.

 

Μουσική δωματίου: Κουαρτέτα, Κουϊντέτα, σονάτες, για πιάνο, για βιολί κτλ.

 

Σουίτες: Συνέθεσε 38 σουίτες για ορχήστρα.

 

Εκκλησιαστικά έργα: Λειτουργία, το πασίγνωστο “Άβε Βέρουμ” που είναι ίσως η πιο θεία προσευχή όλων των εποχών. Τέλος το περίφημο “Ρέκβιεμ”. Το “Ρέκβιεμ” είναι το αριστούργημα των αριστουργημάτων της παγκόσμιας μουσικής. Είναι το κύκνειο άσμα που το έγραψε κάτω από τραγικές συνθήκες περί το τέλος της ζωής του. Εκείνο τον καιρό δεν είχε τίποτα για να ζήσει. Δυστυχώς δεν πρόφθασε να το τελειώσει και το συμπλήρωσε ο μαθητής του Συσσμάγιερ.

 

Το θλιβερό του τέλος.

Στη Βιέννη σε ηλικία 27 χρόνων συνάντησε τη σεβαστή μορφή του Χάυδν, που υπήρξε ο μοναδικός του φίλος και του έμεινε πιστός μέχρι το τέλος της ζωής του. Τον Χάυδν τον αποκαλούσε πατέρα. Όταν ο Χάυδν επρόκειτο να φύγει για το Λονδίνο το 1791, ο Μότσαρτ τον αγκάλιασε, τον φίλησε και του είπε: “Ω αγαπημένε πατέρα, αυτό το φίλημα είναι το τελευταίο, δεν θα ξαναϊδωθούμε πια ποτέ”. Σα να προαισθανότανε ο άτυχος ότι το τέλος του πλησίαζε. Πέθανε τον ίδιο χρόνο στις 5 Δεκεμβρίου 1791 από φυματίωση.

 

Οι μεγάλες στερήσεις επιταχύνανε τον θάνατο του. Έζησε μονάχα 35 χρόνια αλλά κληρονόμησε στον κόσμο απειρία αριστουργημάτων.

Έτσι, αντίθετα από τον Χάυδν που έζησε ευτυχισμένα γεράματα και πέθανε σε ηλικία 77 χρόνων και που τη μεγαλοπρεπή κηδεία του την παρακολούθησε ολόκληρη η Βιέννη, ο Μότσαρτ πέθανε νεότατος και η κηδεία του ήταν κάτι το φριχτό.

 

Η γυναίκα του ήτανε άρρωστη και δε μπορούσε να παρασταθεί. Λίγοι φίλοι που συνοδεύανε το νεκρό σκορπίστηκαν εξαιτίας μιας τρομερής χιονοθύελλας που είχε ξεσπάσει.

 

Έτσι ο Μότσαρτ, το παιδί θαύμα που είχε δοξαστεί, έφτασε στην τελευταία κατοικία του μόνος, με δύο νεκροθάφτες. Το κορμί του ρίχτηκε σε ένα κοινό τάφο, χωρίς λουλούδια, χωρίς σταυρό. Όταν αργότερα η γυναίκα του Κωνστάνς ζήτησε τον τάφο του, κανένας δεν ήξερε να της πει που ήταν.

 

Μόνο ένας άγνωστος θαυμαστής είχε σημειώσει το μέρος και δέκα χρόνια αργότερα σε μια εκταφή, έσωσε το υποτιθέμενο κρανίο του Μότσαρτ και σήμερα φυλάγεται στο Σάλτσμπουργκ στο σπίτι που γεννήθηκε ο μέγας μουσικός.

 

Το 1842 ιδρύθηκε στο Σαλτσμπουργκ στο σπίτι που γεννήθηκε “Μουσείο Μότσαρτ”. Επίσης σε αυτή την πόλη ιδρύθηκε Ωδείο που φέρνει το όνομα “Μοτσάρτεουμ”. Τα τελευταία χρόνια γίνονταν στο Σάλτσμπουργκ τον Αύγουστο κάθε χρόνο γιορτές και εκτελούνται τα ωραιότερα έργα του.

 

 

 

Λουδοβίκος φον Μπετόβεν (1770-1827).

 

Ένας βραχύσωμος και κοντόχονδρος ανθρωπάκος με πρόσωπο κόκκινο και προεξέχον μέτωπο, με μαύρα μαλλιά και σταχτογάλανα μάτια, με ένα μειδίαμα και πάντα μελαγχολικός. Αυτός είναι ο Λουδοβίκος Μπετόβεν. Γεννήθηκε στη Βόννη το 1770. Ο πατέρας του ήταν μουσικός της αυλής. Δεν ήταν μόνο ο πατέρας του μουσικός αλλά και ο παππούς του ήταν Διευθυντής ορχήστρας. Έτσι οι συνθήκες της παιδικής του ηλικίας ήταν ευμενείς για την ανάπτυξη της μουσικής του ιδιοφυίας.

 

Ο πατέρας του ήταν βίαιος και μέθυσος και κηρύχθηκε σε κατάσταση απαγορεύσεως. Η μητέρα του ήταν κόρη μαγείρου με θαυμάσιο χαρακτήρα. Πέθανε από φυματίωση. Όταν ο πατέρας του κηρύχθηκε σε κατάσταση απαγορεύσεως, αναγκάστηκε να αναλάβει την ανατροφή των μικρότερων αδελφών του. Ζούσε μέσα στη φτώχεια, σε άθλιο περιβάλλον εξαιτίας του μέθυσου πατέρα του. Γι αυτό έγινε ένα παιδί φοβισμένο και κλεισμένο στον εαυτό του. Εκτός από τη μουσική δεν έλαβε καμία άλλη μόρφωση. Με δυσκολία κατόρθωσε να παρακολουθήσει τις πρώτες τάξεις του σχολείου.

 

Εν τούτοις, οι αντίξοες οικογενειακές του περιστάσεις δεν εμποδίσανε τη μουσική του εκπαίδευση. Σε ηλικία μόλις 6 ετών εμφανίστηκε στο κοινό, χωρίς όμως να προκαλέσει την καταπληκτική εκείνη εντύπωση που είχε προκαλέσει ο Μότσαρτ. Ο Μπετόβεν δεν υπήρξε πρόωρος μεγαλοφυΐα. Ο μουσικοσυνθέτης Μπετόβεν έκανε την εμφάνιση του σχετικά αργά.

 

Η πρώτη δημόσια αναγγελία των συνθέσεων του έγινε όταν ήταν 25 χρόνων. Ήταν χαρακτήρας τραχύς και αρρενωπός.

Το 1787 φεύγει για τη Βιέννη όπου συναντά τον Μότσαρτ και προσπαθεί να τελειοποιηθεί κοντά του. Επίσης έχει για δασκάλους τον Χάυδν και τον Σαλιέρι ενώ συγχρόνως γράφει έργα που αποσπούν τον θαυμασμό. Στο διάστημα αυτό έγινε διάσημος και γίνεται δεκτός σε όλα τα παλάτια της αριστοκρατίας της Βιέννης.

 

Γρήγορα σχηματίστηκε γύρω του ένας κύκλος φίλων και θαυμαστών, μεταξύ των οποίων και η οικογένεια Μπρούνσβικ. Ο δεσμός του με την οικογένεια αυτή κράτησε μέχρι τέλους της ζωής του. Εκείνο τον καιρό η Βιέννη ήταν το μουσικό κέντρο της Ευρώπης. Όλοι οι καλλιτέχνες παίρνανε στην πόλη αυτή το καλλιτεχνικό τους χρίσμα. Όσοι πετύχαιναν στη Βιέννη επιβάλλονταν σε όλη την Υφήλιο, αν και την εποχή εκείνη δύσκολα γινόταν κανείς διεθνώς γνωστός.

 

Στη Βιέννη σπάνια δίνονταν δημόσιες συναυλίες. Η μουσική ζωή εξελίσσονταν στις αίθουσες των παλατιών των ευγενών και της αυλής. Οι πλούσιοι διατηρούσαν οικιακές ορχήστρες, τους μουσικούς όμως τους χρησιμοποιούσαν και σαν υπηρέτες. Σε τέτοιες ορχήστρες υπηρέτησαν και ο Χάυδν και ο Μότσαρτ. Σε αυτόν τον κόσμο μπήκε και ο Μπετόβεν και αναδείχτηκε γρήγορα με τις μεγαλοφυείς του εκτελέσεις στο πιάνο.

 

Ο Μπετόβεν δεν είναι πια το δειλό, το φοβισμένο και κλεισμένο παιδί της Βόννης. Έχει πεποίθηση στον εαυτό του, τόσοι αριστοκράτες πρίγκιπες και βασιλιάδες τον εκτιμούν, τον σέβονται και θαυμάζουν το έργο του.

 

Χωρίς να θίξει τα όρια της ευπρέπειας, αντέταξε στην κρατούσα τότε αντίληψη για την μεταχείριση των μουσικών σα να ήταν υπηρέτες, την ήρεμη υπερηφάνεια του καλλιτέχνη.

 

Ενώ ο Μότσαρτ αναγκαζόταν να αγωνιστεί για να επιβιώσει αυτός και η οικογένεια του, ο Μπετόβεν αντίθετα, υπήρξε από την άποψη αυτή ευτυχέστερος. Τα πρώτα χρόνια στη Βιέννη δεν έδρεψε μόνο δάφνες ως δεξιοτέχνης του πιάνου, αλλά επέβαλε και την προσωπικότητα του και εξασφάλισε μια άνετη ζωή, όσο κανένας άλλος μουσικός πριν από αυτόν. Η δεξιοτεχνία του στο πιάνο ήταν ασυναγώνιστη.

 

Η δόξα του οφειλόταν στον ασυνήθιστο τρόπο εκτέλεσης των έργων. Ο Μπετόβεν αύξανε στο έπακρο τη δυναμική του οργάνου ενώ επιβαλλόταν με την ελεύθερη και ισχυρή προσωπικότητα του. Δεν τον θαύμαζαν μόνο για την ευχέρεια στην εκτέλεση αλλά και για τη δύναμη της εκτέλεσης και για την τρυφερότητα της έκφρασης. Οι εκτελέσεις του Μπετόβεν δεν προκαλούσαν μόνο την κατάπληξη για την απαράμιλλη δεξιοτεχνία αλλά κυρίως συναρπάζανε γιατί απεκάλυπταν όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα.

 

Ο Μπετόβεν σύχναζε στους αριστοκρατικούς κύκλους όχι ως απλός επαγγελματίας για βιοπορισμό αλλά ως ίσος. Στην ευγένεια της γέννησης αντέτασσε την ευγένεια της μεγαλοφυΐας.

 

Η Γαλλική επανάσταση, η αποδοχή των ιδεών του Ρουσσώ και των Γάλλων Εγκυκλοπαιδιστών, η διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των αγαθών της ελευθερίας, επηρέασαν τη στάση και τις ιδέες του μεγάλου μουσουργού. Ο Μπετόβεν ήταν η υπερήφανη μεγαλοφυΐα ή οποία μπόρεσε μόνη της να επιβληθεί. Στην ανεξαρτησία αυτού ως ανθρώπου και ως μέλους της κοινωνίας προστέθηκε ως αναγκαία προϋπόθεση η οικονομική. Ο Μπετόβεν δεν είχε ανάγκη να έχει θέση στην αυλή κανενός ηγεμόνα. Οι συναυλίες του στα σπίτια των πλουσίων, η δράση του ως δασκάλου και η πώληση των συνθέσεων του είχαν τέτοια απόδοση, ώστε ο μέγας μουσουργός μπορούσε να ζει αμέριμνα.

 

Μα η ευτυχία και η χαρά σε τούτον τον κόσμο είναι πρόσκαιρη. Έτσι η ευτυχισμένη ζωή του Μπετόβεν στη Βιέννη δεν κράτησε. Δέχτηκε ένα απροσδόκητο χτύπημα. Στα 30 του χρόνια αισθάνεται να χάνει την ακοή του. Πότε άρχισε η αρρώστια του και ποια ήταν η αιτία, ποτέ δεν έγινε γνωστό. Η πάθηση του αυξάνει σιγά σιγά, αλλά προοδευτικά. Όταν σε ηλικία 32 χρόνων συνειδητοποίησε ότι επίκειται η τέλεια κώφωση του, συγκλονίστηκε κυριολεκτικά.

 

Εκτός από αυτό, είχε και ένα ατυχή έρωτα. Επιπλέον, ο ανιψιός του Καρλ που τον είχε υιοθετήσει του φέρθηκε με μεγάλη αχαριστία. Η ακοή του χειροτερεύει συνεχώς. Η υγεία του κλονίζεται. Δεν συνθέτει πια. Προμηνύεται φτώχεια. Στο μεταξύ έχασε τους παλιούς του φίλους. “Δεν έχω διόλου φίλους” γράφει “και είμαι μόνος στον κόσμο”. Φτάνει στο σημείο να θέλει να αυτοκτονήσει. Τότε γράφει τη διαθήκη του για τα αδέλφια του και τους ανθρώπους.

 

Η διαθήκη αυτή αποτελεί αιώνιο μνημείο της πάλης του ανθρώπου με τη μοίρα του. Και όμως, τούτη την κρίση θα την ξεπεράσει. Ξαναβρίσκει τον εαυτό του και ρίχνεται με καινούργια όρεξη και δύναμη στη δουλειά. Άρχισε να συνθέτει πυρετωδώς, η παραγωγικότητα του ολοένα αυξάνει. Ο Μπετόβεν ανήκει στο είδος εκείνο των ανθρώπων οι οποίοι από κάθε χτύπημα της μοίρας αντλούνε εσωτερική δύναμη. Τότε έγραψε μεγάλο αριθμό έργων.

 

Η μεγάλη αυτή παραγωγικότητα δείχνει πως η πάθηση του δεν άσκησε καμία επίδραση στη δημιουργική του εργασία. Το αντίθετο, θα έλεγε κανείς, ότι η αναγκαστική απομόνωση έγινε αιτία εντατικότερης συγκέντρωσης στη δημιουργική δύναμη του μουσουργού. Εν τω μεταξύ αρραβωνιάζεται με την Τερέζα Μπρούσβινκ, αλλά δεν πρόκειται να παντρευτούν. Η αγάπη τους όμως διατηρήθηκε μέχρι το τέλος της ζωής τους.

 

Τώρα πια, ο Μπετόβεν έχει κουφαθεί τελείως, μόνο με τα γραπτά μπορέι να συνεννοηθεί. Ακόμα σώζονται τα περίφημα τετράδια των συνομιλιών του, τα οποία έχουνε έντεκα χιλιάδες σελίδες.

 

Για την ερωτική ζωή του Μπετόβεν δεν γνωρίζουμε πολλά. Στα κατάλοιπά του βρέθηκε μακροσκελής επιστολή, η οποία είχε γραφεί με διακαή πόθο και σφοδρό ερωτικό πάθος. Στη ζωή του Μπετόβεν υπήρχαν γυναίκες, αλλά η έρευνα δεν μπόρεσε μέχρι σήμερα να ανακαλύψει σε ποιον απευθυνόταν.

Εν τούτοις η προς το ωραίο φύλλο δεσμοί του μπορούν να χαρακτηριστούν από μια φράση του: “Αν καταναλώσω κατά τον τρόπο αυτό τη ζωτική μου δύναμη, τι θα απέμενε για το ευγενέστερο, το υπέρτερο”;

 

Ο Βασιλιάς της Βεστφαλίας Ιερώνυμος, αδελφός του Ναπολέοντος, θέλησε το 1808 να τον διορίσει Διευθυντή της ορχήστρας της αυλής του. Ο Μπετόβεν ήταν έτοιμος να δεχθεί τη θέση, όταν τρεις από τους πλουσιότερους θαυμαστές του, του προσέφεραν ισόβια σύνταξη 4.000 φιορίνια, με τον όρο να εγκατασταθεί οριστικά στη Βιέννη.

 

Η εκδήλωση αυτή των θαυμαστών του δείχνει την εκτίμηση και την αναγνώριση των συγχρόνων του Μπετόβεν. Κατόπιν όμως μεσολάβησαν γεγονότα που έγιναν αιτία η σύνταξη αυτή να ελαττωθεί κατά πολύ.

 

Εν τούτοις ο Μπετόβεν, παρά τις δυσκολίες αυτές, δεν υπέφερε οικονομικά, γιατί οι εισπράξεις από τα έργα του, του επέτρεπαν να αντιμετωπίζει τις ανάγκες του. Ενώ συνήθως ήταν με ευπρέπεια ντυμένος, κατά τον χρόνο της εντατικής του δουλειάς, παραμελούσε την εξωτερική του εμφάνιση. Έτσι, το 1821 που ήταν απασχολημένος με τη “Λειτουργία” του, συνελήφθηκε από την αστυνομία ως αλήτης γιατί ήταν τελείως ατημέλητος και τον βάλανε υπό αστυνομική επιτήρηση.

 

Συνήθιζε να μελετά τις μουσικές του ιδέες εντατικά στο κεφάλι του και έπειτα τις κατέγραφε σε φυλλάδια για να τις επεξεργαστεί. Αυτά τα φυλλάδια φυλάσσονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Βιέννης και είναι μοναδικά στο είδος τους.

 

Ο Μπετόβεν ποτέ δεν έγραψε κάτι το ασήμαντο, κάτι που δεν θα ήταν άξιο του, πουθα είχε το χαρακτήρα της προσωρινότητας. Οτιδήποτε έγραψε φέρνει τη σφραγίδα της μεγαλοφυΐας. Στη Βιέννη σε όλο τον κόσμο κατά την εποχή εκείνη λογαριάζονταν ως ο κυρίαρχος μουσικός, ο ηγεμόνας της τέχνης. Περιβαλλόταν με θαυμασμό και λατρεία.

 

Σιγά σιγά όμως οι δυνάμεις του τον εγκαταλείπουν. Ένα σοβαρό κρυολόγημα έρχεται να δώσει τέλος στην ηρωική του καρτερία. Η ζωή ό,τι είχε να του δώσει του το έδωσε, χαρές, λύπες, δόξα, απογοητεύσεις και προπαντός πίκρα. Το Ιερό του λείψανο δεν βρέθηκε κανείς να το θρηνήσει μονάχα δύο πιστοί του φίλοι.

 

Η μεγάλη μουσική πόλη της Βιέννης ξέρει πως ο Μπετόβεν πεθαίνει. Όμως μένει αδιάφορη. Το σπίτι του είναι έρημο και σκοτεινό και εκεί μέσα ο Βασιλιάς της τέχνης πεθαίνει μόνος. Είναι μια ιστορική στιγμή. Αυτή η γενναία καρδιά σιγοσβήνει, έρημος και μόνος. Το κοκκαλιάρικο χέρι του αργοκινείται για τον ύστατο χαιρετισμό στους ανθρώπους και στη ζωή, ενώ από τα μελανά του χείλη ξέπνοα ακούγονται για τελευταία φορά τα τελευταία του λόγια “χειροκροτήστε φίλοι, η κωμωδία τελείωσε”.

 

Όταν μαθεύτηκε ο θάνατος του, όλος ο πληθυσμός της Βιέννηςβγήκε στους δρόμους και παρακολούθησε την κηδεία του. Η κηδεία του ήταν κηδεία ηγεμονική. Αντίθετα, όταν πέθανε ο Μότσαρτ, οι σύγχρονοι του δεν είχαν συνειδητοποιήσει το μέγεθος της απώλειας.

 

Ο Μπετόβεν μεθάει από την έκδηλη δεξιοτεχνία του κλασσικισμού. Εγκαταλείπει όμως την ισορροπία και την ηρεμία του που είχαν αρχίσει να γίνονται νεκρά στοιχεία για τις ανάγκες μιας ενθουσιαστικής και εξεγερμένης μουσικής και ανίκανα να εκφράσουν τα θερμά γεγονότα της πολιτικής και πνευματικής εξέλιξης της ανθρωπότητας.

 

Η εποχή της Γαλλικής επανάστασης έδειξε καινούργιες κατευθύνσεις: η ιδέα της ισότητος, της αδελφοσύνης, οι αναστατώσεις, οι εξεγέρσεις της εποχής εκείνης επηρέασαν τον Μπετόβεν. Ο ευαίσθητος, ο με μεγάλη ευρύτητα και με εσωτερικό βάθος καλλιτέχνης, γνώρισε καλά τα γεγονότα αυτά, τα έζησε.

 

Σαν πραγματικός δημοκράτης που ήτανε δεν μπορούσε παρά να εκφράσει με τη μουσική ό,τι είδε, ό,τι γνώρισε και ό,τι ένοιωσε. Και έτσι πολύ νωρίς μετά τα πρώτα του έργα, μιλάει μια καινούργια γλώσσα. Ξεσηκώνει, σε υποχρεώνει να σκεφτείς. Ανοίγει καινούργιους δρόμους στη μουσική: Καινούργιος τρόπος στην ενορχήστρωση, πιο επιθετικός ρυθμός. Εμφανίστηκαν συνθέσεις με συγκεκριμένο θέμα: Για πρώτη φορά παρουσιάζεται η μουσική με πρόγραμμα, εισαγωγές, βουκολικές συμφωνίες, PASTORALES που είναι η βάση για την περαιτέρω ανάπτυξη του ρομαντισμού.

 

Έδωσε νέα μορφή στη σονάτα και με τη φαντασία του συνελάμβανε  τις παλαιότερες μορφές του λιντ (τραγούδι) και της φούγκας. Εκείνο όμως που επεξεργάζεται με εξαιρετική αγάπη είναι η παραλλαγή. Η παραλλαγή με τον Μπετόβεν πήρε μέγιστη ανάπτυξη. (Τι είναι παραλλαγή και τι φούγκα αναλύεται στο κεφάλαιο “Βασικές Μορφές”).

 

Ο Μπετόβεν δεν συνέπτυξε μονάχα την εμπειρία του παρελθόντος όπως ο Μπάχ και ο Μότσαρτ αλλά άνοιξε παράλληλα το δρόμο σε ένα καινούργιο στάδιο: το ρομαντισμό. Γίνεται ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε δύο ιστορικές εποχές, της κλασσικής και της ρομαντικής. Συμπληρώνει την κλασσική ανθρωπιστική τέχνη του ΙΗ αιώνα αλλά ταυτόχρονα είναι ο δημιουργός της ρομαντικής τέχνης του ΙΘ αιώνα.

 

Όπως η ζωή του ανήκει κατά το πρώτο μισό στον ΙΗ αιώνα και κατά το άλλο μισό στον ΙΘ αιώνα , έτσι και στο έργο του γίνεται η συνάντηση και η μεταβολή δύο μεγάλων εποχών, δύο μεγάλων ιδανικών του πολιτισμού, δύο κοσμοθεωριών.

Από το διχασμό αυτό ερμηνεύεται και η φαινομενικά γεμάτη από αντιφάσεις προσωπικότητα του μουσουργού. Ο Μπετόβεν είναι δημοκρατικός και παράλληλα αριστοκράτης αυταρχικός. Είναι φωτισμένος με ελεύθερες ιδέες, μα συνάμα και βαθειά θρησκευόμενος άνθρωπος. Δεν είναι μοιρολάτρης, αλλά της ειμαρμένης δαμαστής και όμως παραδέχεται κάποιον ανώτερο και αδυσώπητο νόμο που καθορίζει τα πάντα.

 

Η επίδραση του Μπετόβεν σε όλον τον 18ο αιώνα και μέχρι σήμερα είναι κολοσσιαία, όλοι οι λαοί τον παραδέχτηκαν. Η επίδραση του αυτή δεν μπορεί να παραβληθεί με την επίδραση κανενός άλλου μουσουργού, όλος ο κόσμος θαυμάζει τον Μπετόβεν. Δεν τον θαυμάζει μονάχα σαν το δημιουργό του ρομαντισμού στον τομέα της μουσικής, τον θαυμάζει σαν δημιουργό, τον πατέρα της σύγχρονης μουσικής, της ελευθερωμένης από την ατμόσφαιρα του παλαιού, του ξεπερασμένου κόσμου. Ο Μπετόβεν χάρισε στη μουσική νέο περιεχόμενο, της χάρισε νέα μέσα έκφρασης. Την έκανε θαρραλέα και μαχητική.

 

Μα δίπλα στο μουσικό δημιουργό, ορθώνεται μπροστά μας φωτεινός οδηγός ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος που δεν ήξερε τι θα πει υποχώρηση στις αρχές του τόσο στον τομέα της μουσικής, όσο και στον τομέα της ηθικής, της φιλοσοφίας, της καθημερινής ζωής και των σχέσεων του με τους συνανθρώπους του. Ο Μπετόβεν ως άνθρωπος υπήρξε η ενσάρκωση της ιδέας του ηρωισμού, θεωρήθηκε ακόμη και όταν ζούσε ως εκπολιτιστικό φαινόμενο. Ήταν ο μεγάλος μαχητής στον τομέα της τέχνης και της ζωής.

 

Έργα του Μπετόβεν: Έγραψε κυρίως ενόργανη μουσική.

 

Τα σπουδαιότερα από τα αριστουργήματα του είναι: 9 συμφωνίες, λειτουργίες: MISSA JOLEMNIS α.α. Ορατόρια: “Ο Χριστός στο όρος των Ελαιών”, κ.α. Μελόδραμα: “Φιντέλιο”, Μπαλέτο: “Τα δημιουργήματα του Προμηθέως”. OUVERTURES: “LEONORE No 1”, “LEONORE No 2”, “Έγκμοντ” κλπ. Επίσης τα έργα: “Κοριολάνος”, “Τα ερείπια των Αθηνών” κ.α. Τέλος κοντσέρτα πιάνου , ένα κοντσέρτο βιολιού, μουσική δωματίου, έργα πιάνου, τραγούδια, θρησκευτικά τραγούδια κ.α.

 

Οι συμφωνίες του: Η ζωή του Μπετόβεν που κάθε άλλο παρά ήρεμη και γαλήνια ήταν, είναι πολύ συνδεδεμένη με το όλο έργο του. Έτσι οι συμφωνίες του, όπως και όλα τα έργα του, εκφράζουνε τη δικιά του ιστορία. Σε αυτές αντικαθρεφτίζονται οι χαρές, οι στεναχώριες του, οι λαχτάρες και οι αγωνίες του, δείχνοντας τον εσωτερικό του κόσμο.

 

Στην πρώτη του συμφωνία φαίνεται ολοκάθαρα ότι σέβεται την παράδοση του Χάυδν και του Μότσαρτ και δεν τολμάει να απαλλαγεί από το ζυγό της. Είναι ένα έργο που σημείωσε μεγάλη επιτυχία.

Στη δεύτερη βρίσκουμε πολύ περισσότερα στοιχεία από την προσωπικότητα του.

 

Με την Ηρωική του όμως που είναι και η Τρίτη συμφωνία του αποσχίζεται τελειωτικά πια από την παράδοση του Χάυδν και του Μότσαρτ. Ο ίδιος ο Μπετόβεν λέγει ότι την πρώτη ώθηση για την δημιουργία της έδωσε η ηρωική μορφή του Βοναπάρτη. Μόλις όμως έμαθε τη στέψη του Βοναπάρτη ξέσχισε την αφιέρωση λέγοντας “Δεν είναι και αυτός παρά ένας συνηθισμένος άνθρωπος”.

 

Έτσι έλαβε τον τίτλο “Ηρωική” στη μνήμη ενός μεγάλου άνδρα, χωρίς βέβαια να περιγράφει τη ζωή ενός ορισμένου ήρωα. Ήρωας είναι ο ίδιος ο Μπετόβεν, είναι ο κάθε άνθρωπος που αγωνίζεται και νικά.

 

Η τέταρτη συμφωνία του είναι γεμάτη φως, γαλήνη, χαρά και αντιφεγγίζει μια ευτυχισμένη περίοδο του Μπετόβεν, τότε που ήταν αρραβωνιασμένος με την Τερέζα Μπρούσβνικ.

 

Η πέμπτη συμφωνία του είναι “η συμφωνία του πεπρωμένου” και αρχίζει με τέσσερεις νότες που μοιάζουνε σαν χτυπήματα: “Έτσι χτυπάει το πεπρωμένο στην πόρτα” είπε, γί αυτό της έδωσε αυτόν τον τίτλο. Ένας ολόκληρος κόσμος ξεπηδάει από τις τέσσερεις αυτές νότες. Ο Μπετόβεν εργάστηκε τρία χρόνια γι αυτή τη συμφωνία.

 

Η φύση ήταν για τον Μπετόβεν το καταφύγιο του.

 

“Αγαπώ” έλεγε, “ένα δένδρο περισσότερο από έναν άνθρωπο”. Γι αυτό αφιέρωσε στη φύση την έκτη συμφωνία του, την “Ποιμενικη”.

Η έβδομη συμφωνία του είναι ένα ξέσπασμα άγριας χαράς γεμάτη ζωντάνια και ορμή.

Η όγδοη είναι γεμάτη μέθη και φαντασία. Το έργο είναι τόσο χαριτωμένο, που μοιάζει σαν να ξεκουράζεται ο Μπετόβεν πριν εξορμήσει για την μεγάλη του δημιουργία, την ενάτη, και παρεμβάλλει την ανθρώπινη φωνή μέσα στην καθαρά ενόργανη μουσική. Ο ύμνος της χαράς του Σίλλερ αντηχεί με όλο του το μεγαλείο.

Η ενάτη είναι ένας ύμνος στη συναδέλφωση όλων των λαών, στη χαρά και την ευτυχία που οραματίζεται ο αθάνατος καλλιτέχνης. Όταν πρωτοπαίχτηκε, έγινε αληθινό παραλήρημα. Οι ακροατές όρθιοι χειροκροτούνε και κινούνε τα μαντήλια τους. Ο μεγάλος δάσκαλος τους έχει γυρίσει την πλάτη. Ξέρει πως η ορχήστρα έχει σταματήσει, όμως ο ίδιος δεν ακούει το ξέφρενο ξέσπασμα των ακροατών, όπως δεν άκουσε ούτε το ίδιο του το έργο.

 

Τότε ένας μαθητής του τον πιάνει από το χέρι και τον στρέφει προς το κοινό που παραληρεί ζητωκραυγάζοντας.

 

Με απληστία αχόρταγη, ο τιτάνας αυτός της μουσικής, είδε ότι, δεν μπορούσε να ακούσει. Είναι η πιο μεγάλη στιγμή της ζωής του. Έχει πολεμήσει σκληρά τη μοίρα και τις σκοτεινές της δυνάμεις. Για πρώτη φορά νοιώθει πως νίκησε. Όμως αυτός που έγραψε αυτή τη μουσική τη γεμάτη ήλιο και φως, αυτός που νίκησε τη μοίρα που τόσο αδυσώπητα τον χτύπησε δεν μπορεί να ακούσει την κραυγή της χαράς που ξεπήδησε από τούτο το αριστουργηματικό του δημιούργημα.

 

Σε ολόκληρη την ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού ο Μπετόβεν είναι μια από τις μεγαλύτερες και φωτεινότερες προσωπικότητες, πηγή δύναμης όχι μονάχα για τον κάθε καλλιτέχνη, μα και για τον κάθε άνθρωπο.

 

Η αρμονική τριάδα Χάυδν-Μότσαρτ-Μπετόβεν, της εποχής του κλασσικισμού αποτελεί στην ιστορία της μουσικής φαινόμενο, που μόνο προς το Αρχαίο Ελληνικό Θαύμα μπορεί να παραβληθεί.

 

Η σημερινή συμφωνική δημιουργία αντλεί ακόμα από τα έργα των συνθετών των τελευταίων χρόνων του κλασσικισμού δηλαδή βασικά από τον Μότσαρτ, τον Μπετόβεν και τους συνθέτες που ακολούθησαν.

 

Οι συνθέσεις που δημιουργήθησαν πριν από το 1700 δεν παίζονται συχνά σε συναυλίες. Τα έργα του Μπαχ και του Χαίντελ παίζονται βέβαια συχνά, μα τα παλαιότερα εμφανίζονται πιο σποραδικά.

 

Οι συνθέσεις των μουσουργών του κλασσικισμού εμφανίζονται στις συναυλίες, μα εκείνες που παίζονται πολύ συχνά τόσο στις συναυλίες όσο και στις όπερες είναι οι συνθέσεις του Μότσαρτ και του Μπετόβεν.

 

Ο τεράστιος όμως αριθμός των συνθετών που τα έργα τους παίζονται παντού, στις συναυλίες, το ραδιόφωνο, σε δίσκους είναι οι συνθέτες που εμφανιστήκανε μετά τον Μπετόβεν. Το περιεχόμενο της μουσικής που ακούμε περιορίζεται κυρίως σε αυτή την περίοδο, σε αυτό το στάδιο, της ιστορίας της μουσικής. Δεν αγκαλιάζει ολόκληρη την ιστορική εξέλιξη του κόσμου της μουσικής. Βέβαια, η εποχή του κλασσικισμού και τα χρόνια που ακολούθησαν μας πρόσφεραν ένα είδος μουσικής δημιουργίας που μας είναι πολύ κοντινή.

 

Με αυτό δεν σημαίνει πως επιτρέπεται να παραιτηθούμε από την προσπάθεια να γνωρίσουμε και να βιώσουμε τα έργα της παλαιότερης εποχής. Αντίθετα, αυτό είναι απαραίτητο για να καταλάβουμε τις περίπλοκες αλλαγές, τις τεράστιες δυσκολίες που ξεπεράστηκαν στη διάρκεια αιώνων για να ανοίξει ο δρόμος στην εξαίρετη τεχνική των τελευταίων χρόνων που τόσο θαυμάζουμε.

 

 

Ρομαντισμός (1827-1900)

Στο τέλος της κλασσικής εποχής είχε δημιουργηθεί ένα τέλειο μουσικό σύστημα από τεχνικής πλευράς. Οι μεγάλες μουσικές φόρμες είχαν προσδιοριστεί με ένα πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Υπάρχει ένα καλούπι για την σονάτα, για το κοντσέρτο, για το κουαρτέτο.

 

Η μουσική γλώσσα καθοδηγείται κυριαρχικά από το τονικό σύστημα, που της επιβάλλει τους πολύ αυστηρούς του νόμους. Αλλά αυτό το σύστημα άρχισε να φαίνεται στείρο για τη δημιουργική εφευρετικότητα. Ελευθερωτής υπήρξε ο Μπετόβεν. Αποτίναξε την τυραννία των κλασσικών σχημάτων. Ενεφύσησε νέο πνεύμα στη μουσική που ξεπερνούσε τις παραδοσιακές φόρμες. Μία καινούργια αντίληψη εμφανίζεται που έρχεται να αντικαταστήσει την ισορροπία και στοχαστική σοβαρότητα των κλασσικών με μια μεγαλύτερη ελευθερία και πιο έντονη έκφραση.

 

Τώρα, απαλλαγμένος ο συνθέτης από τα κλασσικά πρότυπα χρησιμοποιεί υπερβολικότερα μέτρα έκφρασης δηλαδή υπερβολική αισθηματικότητα, τρόπο ρεμβώδη, μυστικοπαθή ή απαισιόδοξο. Ο κάθε καλλιτέχνης απεικονίζει στο έργο του τον ίδιο του τον εαυτό και όλα τα ευχάριστα ή δυσάρεστα συναισθήματα που τον κατέχουν και τα εκφράζει κατά τρόπο  έντονο.

 

Η εξέλιξη του Ευρωπαϊκού πολιτισμού του 19ου αιώνα είναι ταυτόσημη με τις μεγάλες αλλαγές που γίνονται στην κοινωνική και πολιτική ζωή της Ευρώπης. Ο ρομαντισμός αναπτύσσεται μέσα στο κλίμα της γέννησης των Εθνικών πολιτισμών. Είναι η εποχή που χαρακτηρίζεται από την αυστηρή ταξινόμηση της μουσικής, ανάλογα με τον τόπο καταγωγής της.

 

Ο ρομαντισμός αναπτύσσεται αντλώντας δύναμη από τις ρίζες της λαϊκής παράδοσης του κάθε έθνους. Στη μεταβολή αυτή της μουσικής συνέτεινε η Γαλλική Επανάσταση η οποία επέδρασε σε όλες τις τέχνες. Καλούς γνώστες της Εθνικής παράδοσης θα βρούμε και ανάμεσα στους παλαιότερους μουσικούς.

 

Και αυτοί πήραν στοιχεία της λαϊκής κουλτούρας του τόπου τους. Όμως στα έργα του κλασσικισμού, στα έργα των Γάλλων, Γερμανών, Ιταλών κλπ συνθετών της εποχής αυτής βρίσκουμε περισσότερα κοινά και λιγότερες διαφορές.

 

Στις συνθέσεις του ρομαντισμού, η κατάσταση είναι διαφορετική. Το πνεύμα της εποχής είναι πλημμυρισμένο από το καυτό ενδιαφέρον για τον λαϊκό πολιτισμό. Αυτό κάνει τη μουσική να εμπνέεται από τους λαϊκούς χορούς και τα λαϊκά τραγούδια. Δημιουργούνται μουσικά έργα με το ανάλογο πνεύμα, με Εθνικό παλμό και με Εθνικό περιεχόμενο.

 

Τότε εμφανίστηκαν οι Εθνικές Σχολές.

Με τις Εθνικές Σχολές μπορούμε καθαρά να ξεχωρίσουμε τη Γερμανική, τη Γαλλική, την Ιταλική, την Πολωνική, τη Ρωσική, την Τσεχική, τη Σκανδιναβική μουσική. Ο κάθε λαός επιθυμεί να υμνήσει τη χαρά ή τη λύπη του με το δικό του ρυθμό, με τη δικιά του γλώσσα. Αυτή είναι η μεγαλύτερη προσφορά του ρομαντισμού. Για τις εθνικές σχολές αναλυτικότερα θα μιλήσουμε πιο κάτω.

 

Ο Ρομαντισμός αντλεί τα θέματα του από τη φύση, τη θρησκεία, την πατρίδα, την αγάπη, τον θάνατο. Δεν περιορίζεται όμως μόνο σε αυτά αλλά αντλεί τα θέματα του και από το βαθύ παρελθόν, από τους μύθους και τους θρύλους και από τα μεγάλα λογοτεχνικά έργα (Δάντη, Γκαίτε, Σαίξπηρ).

 

Εμφανίζονται και πάλι στην πρώτη γραμμή τα αισθηματικά στοιχεία. Η μελωδία είναι πολύ περισσότερο κυματιστή, ανήσυχη, επιθετική και βίαιη. Η ορχήστρα ακολουθεί όσο το δυνατό μεγαλύτερη κλίμακα χρωματισμών. Επίσης διευρύνεται για να προσφέρει όσο γίνεται μεγαλύτερες δυνατότητες στη δυναμική και για να επιτρέψει πλούσια ενορχήστρωση.

 

Την εποχή αυτή γεννιέται το συμφωνικό ποίημα, σαν αποκορύφωση της μουσικής με πρόγραμμα (Συμφωνικό ποίημα είναι είδος προγραμματικής μουσικής που εκφράζει συναισθηματικές καταστάσεις, εικόνες, αφηγείται ένα ιστορικό γεγονός, σκιαγραφεί πρόσωπα και τους χαρακτήρες του).

 

Ο 19ος αιώνας ήταν γεμάτος από πυρετώδη και έντονη δράση σε όλους τους τομείς. Είναι η εποχή που αναπτύχθηκαν οι θετικές επιστήμες, είναι η εποχή της γρήγορης τεχνικής ανάπτυξης. Η Γαλλική επανάσταση γκρέμισε τα κάστρα της φεουδαρχίας και χάρισε στο κάθε άτομο τα δικαιώματα που του ανήκαν. Οι νέες αυτές φιλελεύθερες ιδέες επεκτείνονται σε όλους τους τομείς της τέχνης και φυσικά και στη μουσική. Πρώτα από όλα, άλλαξε η κοινωνική θέση του καλλιτέχνη.

Ακόμα και ο Μπετόβεν πάλεψε σκληρά για την προσωπική του αυτοτέλεια και κατηγορήθηκε σαν ανατροπέας όταν γύρευε την αυτή ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τα αυτά δικαιώματα με κάθε άλλον άνθρωπο. Στον 19ο αιώνα αντιμετώπιζαν πια τους καλλιτέχνες με πολύ μεγαλύτερο σεβασμό. Φυσικά αυτό δεν σήμαινε πως και η ζωή των μουσουργών ήταν πολύ πιο εύκολη. Τουλάχιστον όχι για όλους.

 

Υπήρξαν και περιπτώσεις όπου μερικοί μουσουργοί απόκτησαν με τη δουλειά τους τον γενικό σεβασμό και την οικονομική ευχέρεια όπως π.χ ο Λιστ, ο Βέρντι, ο Ντβόρζακ. Ήταν όμως πολλοί εκείνοι που με δυσκολία επέβαλλαν την τέχνη τους. Πάντως η βάση είχε αλλάξει: ο καλλιτέχνης δεν θεωρείται πια υποτελής, γίνεται ελεύθερος άνθρωπος με ίσα δικαιώματα μπροστά στο Νόμο.

 

Οι μεγάλες αλλαγές του 19ου αιώνα έφεραν και μια αξιόλογη διεύρυνση της μουσικής ζωής. Παρουσιάζεται το ενδιαφέρον των πλατιών λαϊκών στρωμάτων για τη μουσική. Η μουσική μπαίνει παντού. Δεν περιορίζεται όπως παλιά στις εκκλησίες, στα παλάτια και στις αυλές των ευγενών. Συναυλίες δίνονται στα αστικά κοσμικά σαλόνια, γίνονται μεγάλες χοροεσπερίδες, διοργανώνονται κοντσέρτα. Η καινούργια μουσική ζωή δημιουργεί και νέους θεσμούς: Ωδεία, μουσικά σχολεία, τεχνοκριτικούς κ.λ.π. Αυξάνονται οι δυνατότητες για να ζήσει κανείς από τη μουσική.

 

Μία από τις πιο σημαντικές προσφορές του ρομαντισμού, ήταν το ενδιαφέρον του για τη λαϊκή μουσική δημιουργία. Μιλήσαμε πιο πάνω για την ευεργετική επίδραση της λαϊκής τέχνης στις συνθέσεις των μουσουργών και για τη δημιουργία των μουσικών Εθνικών σχολών. Όμως το ενδιαφέρον για τη λαϊκή τέχνη είχε και άλλους σημαντικούς καρπούς: τη συστηματική και λεπτομερειακή συλλογή των λαϊκών τραγουδιών. Ίσαμε τον 18ον αιώνα σπάνια παρουσιάζονταν μια τέτοια τάση. Τον 19ον αιώνα υπάρχουν πια οι ειδικοί συλλέκτες. Φυσικά οι ρομαντικοί κατέγραφαν και περιέσωζαν τον λαϊκό μουσικό πλούτο.

 

Δεν είχαν όμως τις δυνατότητες να τον δυναμώσουν, δεν μπορούσαν να επηρεάσουν την εξέλιξη της λαϊκής μουσικής δημιουργίας. Οι ρομαντικοί εξιδανίκευαν το λαό. Δεν έβλεπαν την πραγματική κατάσταση σε όλο της το περιεχόμενο. Ο ρομαντισμός είναι εκ διαμέτρου αντίθετα προς τον ρεαλισμό, ο οποίος απαιτεί πραγματική αναπαράσταση του κόσμου, εσωτερικού και εξωτερικού, χωρίς καμία προσπάθεια εξιδανίκευσης του. Αντίθετα, οι συλλέκτες της λαϊκής μουσικής της ρομαντικής εποχής εξιδανίκευαν την πραγματικότητα γι αυτό έδιναν βαρύτητα μονάχα στα ερωτικά τραγούδια.

 

Η θεματολογία που αφορούσε τη δουλειά, την οργή, κ.λ.π δεν λαμβάνονταν υπόψη γιατί τη θεωρούσαν κατώτερη και ανίκανη να δημιουργήσει όμορφη τέχνη. Παρόλα αυτά, είμαστε ευγνώμονες προς τους συλλέκτες αυτούς γιατί χωρίς τη συστηματική δουλειά τους, το μεγαλύτερο μέρος της λαϊκής μουσικής δεν θα είχε σωθεί.

 

Στο επόμενο: Οι αξιολογότεροι συνθέτες του ρομαντισμού είναι:

 

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ 

https://www.patmostimes.gr/akoustikan0/17411-i-anoiksi-ton-ixon-se-synexeies-pliris-kai-emperistatomenos-odigos-ston-thavmasto-kosmo-tis-mousikis

 

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

https://www.patmostimes.gr/akoustikan0/17431-deftero-meros-i-anoiksi-ton-ixon-se-synexeies-pliris-kai-emperistatomenos-odigos-ston-thavmasto-kosmo-tis-mousikis

 

Σχετικά άρθρα