Για όσους τώρα ξεκίνησαν την ανάγνωση της ΆΝΟΙΞΗΣ ΤΩΝ ΗΧΩΝ, ενημερώνουμε ότι είναι το δεύτερο μέρος του Πλήρους και εμπεριστατωμένου οδηγού στον θαυμαστό κόσμο της μουσικής. Είναι γραμμένος από τον Ηλία Οικονομόπουλο και σύντομα θα κυκλοφορήσει σε βιβλίο.
Γραμμένο με γλαφυρότητα και προσβασιμότητα, ακόμα και για τον αρχάριο αναγνώστη, προσφέρει μια πολυδιάστατη γνώση και βαθιά κατανόηση του φαινομένου της μουσικής – από την ιστορική της πορεία έως την ουσία της δημιουργίας και της ακρόασης.
Η www.patmostimes.gr, με την σύμφωνη γνώμη και επιθυμία του κ. Ηλία Οικονομόπουλου δημοσιεύει σε συνέχειες το βιβλίο αυτό θέλοντας να προσφέρει μουσική γνώση στα παιδιά και όχι μόνο.
Τα μικρά συγκροτήματα εκτελεστών συνηθίζεται να τα λένε συγκροτήματα δωματίου (μουσική δωματίου). Παλιά, τα συγκροτήματα αυτά δεν παίζανε σε συναυλίες, αλλά στα σαλόνια των ευγενών και στα σπίτια. Τα συγκροτήματα δωματίου αποτελούνται από δύο ως 9 μέλη. Ανάλογα με τον αριθμό των μελών τους έχουν την ονομασία τους που είναι Ιταλική: ντούο, τρίο, κουαρτέτο, κουϊντέτο, σεξτέτο, σεπτέτο, οκτέτο, νονέτο. Οι συνθέσεις που παίζουν συνήθως είναι για έγχορδα, αλλά μπορεί και να είναι και για πνευστά.
Τις πιο πολλές φορές όταν δημιουργείται ένα συγκρότημα μουσικής δωματίου περνάνε αρκετά χρόνια δουλειάς για να φτάσει να είναι τέλεια συντονισμένο.
Η μουσική δωματίου είναι πολύ δύσκολη. Στις μεγάλες ορχήστρες υπάρχουν πολλοί παίκτες, γι αυτό το μικρό λάθος ή ατέλεια, χάνεται στο σύνολο. Τα μέλη όμως των συγκροτημάτων δωματίου πρέπει να έχουν την τελειότητα του σολίστ βιρτουόζου. Δεν έχουν περιθώρια να καλύψουν το λάθος τους. Γι αυτό και η μουσική δωματίου ανήκει σε ανώτερες μορφές μουσικής ερμηνείας και τα τέλεια συγκροτήματα αυτού του είδους είναι το καμάρι του κόσμου της μουσικής. Οι συνθέτες αφιερώνουνε την καλύτερη, την πιο δουλεμένη τους συνθετική εργασία σε αυτό το είδος. Η μουσική δωματίου είναι ο προνομιούχος τομέας της μουσικής. Εδώ ο φιλόμουσος θα βρει σπάνιες απολαύσεις. Είναι προνομιούχος τομέας γιατί τα έργα είναι γραμμένα από μια εσωτερική ανάγκη και προορίζονται για ένα μικρό αριθμό φιλόμουσων. Προνομιούχος τομέας επίσης για τον δισκόφιλο γιατί προσφέρεται θαυμάσια στην ηχογραφημένη ακρόαση, περισσότερο από τη συμφωνική μουσική που απαιτεί άμεση και όχι κονσερβαρισμένη ακρόαση.
Ειδικό ρόλο στον κόσμο της μουσικής παίζει η χορωδία. Οι περισσότερες από τις χορωδιακές συνθέσεις είναι γραμμένες για τέσσερεις φωνές: για σοπράνο, κοντάλτο, τενόρο και μπάσο. Συχνά οι χορωδίες χωρίζονται σε περισσότερες υποδιαιρέσεις: σοπράνο, μέτζο σοπράνο, κοντράλτο, τενόρο, δεύτερο τενόρο, βαρύτονο, πρώτο μπάσο, δεύτερο μπάσο.
Είναι ιδιομορφία της χορωδίας το ότι ο Διευθυντής της δεν διευθύνει με την μπαγκέτα αλλά με τα χέρια.
Χρειάζεται και εδώ η απόλυτα πειθαρχημένη συνεργασία ανάμεσα στα μέλη της χορωδίας.
Πιο περίπλοκο σύνολο μουσικής ερμηνείας είναι ασφαλώς η όπερα. Συμπεριλαμβάνει τους σολίστ, την χορωδία, τη συμφωνική ορχήστρα.
Η αρχική εντύπωση σε καθένα που πηγαίνει σε συναυλίες είναι πως βασική δουλειά του μαέστρου είναι να κουνάει τα χέρια του και να κανονίζει την είσοδο των διάφορων οργάνων. Δεν είναι όμως έτσι. Οι κινήσεις και οι χειρονομίες του μαέστρου παίζουν σημαντικό ρόλο. Με την κίνηση μορφοποιεί τη σύνθεση, ζωντανεύει όλες τις μουσικές ιδέες και τα νοήματα που κλείνουν μέσα τους τα έργα που διευθύνει και που αυτός με τη μπαγκέτα του τις βγάζει στην επιφάνεια.
Από παλιά, υπάρχει μια παράδοση που χωρίζει τη μουσική σε σοβαρή και σε ελαφριά. Τούτος όμως ο διαχωρισμός δεν είναι σωστός.
Εκείνο που έχει βασική σημασία είναι η ποιότητα. Γι αυτό πρέπει να χωρίζουμε τη μουσική σε καλή και σε κακή μουσική. Πολλές φορές αυτό που λέγεται ελαφριά μουσική, έχει να παρουσιάσει ωραίες συνθέσεις, ενώ αντίθετα η λεγόμενη σοβαρή μουσική ορισμένες φορές έχει να δείξει κακές συνθέσεις. Το σημαντικό είναι να αποφύγουμε τη μονομέρεια και να παρακολουθούμε όλα τα είδη της μουσικής. Καμιά φορά επικρατεί εσφαλμένα η αντίληψη ότι η προτίμηση στην ελαφριά μουσική είναι χαρακτηριστικό των απλοϊκών, των αμόρφωτων ανθρώπων. Η πραγματικότητα όμως μας δείχνει τελείως το αντίθετο.
Οι θιασώτες της ελαφράς μουσικής είναι στην πλειοψηφία τους αστοί. Αντίθετα, οι απλοϊκοί άνθρωποι, οι αμόρφωτοι όπως λένε, έχουνε γούστο και η μουσική που αγαπάνε περισσότερο είναι μία από τις τελειότερες μορφές μουσικής έκφρασης: το λαϊκό τραγούδι.
Αυτές οι σκέψεις μας οδηγούν σε τούτο το συμπέρασμα:
Πρέπει να παρακολουθούμε όλες τις μορφές της μουσικής.
Όπως στη ζωή, έτσι και στην τέχνη, το χειρότερο πράγμα είναι μονόπλευρη αντίληψη. Επίσης πρέπει να διαθέτουμε μονάχα ένα κριτήριο: καλή ή κακή μουσική.
Πάντως πρέπει να παραδεχθούμε ότι υπάρχει ένα φοβερό χάος ανάμεσα στον πολύ κόσμο και στη σοβαρή μουσική. Αν ταξινομήσουμε στατιστικά το κοινό των συγκεκριμένων ειδών της μουσικής, δηλαδή το κοινό της συμφωνίας και του κοντσέρτου, της όπερας και της οπερέτας, του κλασσικού, του λαϊκού και του ελαφρού τραγουδιού, θα δούμε πως το μικρότερο, το ελάχιστο ποσοστό ανήκει στη σοβαρή μουσική.
Τα αριστουργήματα της μουσικής φιλολογίας έχουν πολύ λιγότερους οπαδούς. Ένα μεγάλο ερώτημα. Ένα δύσκολο ερώτημα: Γιατί άραγε; Που οφείλεται αυτή η απομάκρυνση; Μήπως στο ότι το πολύ κοινό δεν καταλαβαίνει αυτή τη μουσική;
Αν κάνουμε μία αναδρομή στην Ιστορία της μουσικής, θα δούμε ότι τα έργα που ονομάζουμε σοβαρή μουσική, κάποτε τον καιρό που γράφονταν, το πολύ κοινό δεν μπορούσε να τα παρακολουθήσει γιατί οι αίθουσες συναυλιών ήταν κλειστές για τους φτωχούς ανθρώπους.
Η μουσική τότε ήταν προσιτή μονάχα στην υψηλή κοινωνία. Με τον καιρό δημιουργήθηκε στον πολύ κόσμο μια αποστροφή: Η σοβαρή μουσική γίνηκε πολυτέλεια και πάνω στην ανάπτυξη του ταξικού ανταγωνισμού, θεωρήθηκε σαν καλλιτεχνική έκφραση των μεγαλοαστών, πράγμα βέβαια τελείως άδικο, αφού η μουσική αυτή εκφράζει την παγκόσμια ανάσα του ανθρώπινου συνόλου, τους αγώνες, τις αγωνίες και τους πόθους του για μια σωστότερη τοποθέτηση μέσα στη ζωή.
Αλλά και σήμερα, παρά τη διάδοση των μέσων επικοινωνίας, το ραδιόφωνο, την τηλεόραση, κλπ η σοβαρή μουσική δεν έχει πολλούς οπαδούς. Και είναι πραγματικά κρίμα το πολύ κοινό να μην πλησιάσει μια τέχνη τόσο υψηλή, τόσο απολυτρωτική και εξαγνιστική.
Πολλοί που αποφεύγουν τη σοβαρή μουσική λένε τούτη τη δικαιολογία: Δεν καταλαβαίνω τη σοβαρή μουσική, δεν έχω κλίση, δεν έχω μουσικό αυτί. Αυτή η τόσο συνηθισμένη δικαιολογία είναι λάθος, γιατί το αυτί στην ακρόαση της μουσικής δεν παίζει τόσο σπουδαίο ρόλο όσο φαίνεται.
Ας δούμε για λίγο τι είναι ακριβώς η ακοή και ποιος είναι ο ρόλος της.
Η πιο τέλεια ακοή ονομάζεται επιστημονικά απόλυτη ακοή.
Για τον μαέστρο, τους τραγουδιστές, τους βιολονίστες, η τέλεια ακοή είναι προϋπόθεση. Τη συνηθισμένη ακοή, τη σχετική ακοή, όπως λέγεται, την έχουνε τα 80% των ανθρώπων. Είναι ανάγκη να πούμε πως και στους δύο τύπους ακοής παίζει σημαντικό ρόλο όχι μόνον η ίδια η ακοή, μα και η μουσική μνήμη, η πείρα και η εξάσκηση. Υπάρχει μία κατηγορία ανθρώπων που έχουν την ικανότητα λίγο πολύ της σχετικής ακοής, όμως δεν μπορούν να τραγουδήσουν. Αυτό οφείλεται στην έλλειψη πείρας, στη λίγη πρακτική εξάσκηση και στην αδύνατη μνήμη.
Όμως αυτοί οι άνθρωποι είναι ικανοί να ακούνε μουσική, δεν τους λείπει η δυνατότητα να νοιώσουν βαθιά καλλιτεχνική συγκίνηση από μια συναυλία, από μια όπερα, από ένα τραγούδι.
Υπάρχει μία κατηγορία ανθρώπων που η ακοή τους είναι παραμορφωμένη ή πάσχουν από την ασθένεια που λέγεται αμουσία. Μονάχα γι αυτούς μπορούμε να πούμε πως δεν έχουνε αυτί.
Έτσι διαπιστώνουμε πως το 95% των ανθρώπων έχουν καλή ακοή, έτοιμη να δεχθεί τη μουσική, έστω και αν σε άλλους είναι απόλυτη, σε άλλους σχετική, καλύτερη ή χειρότερη.
Όμως η απόλαυση της μουσικής δεν εξαρτάται μόνο από την ακοή, χρειάζεται και αγωγή στη μουσική.
Οι γονείς πρέπει εγκαίρως να φροντίζουν να ακούνε τα παιδιά τους σοβαρή μουσική.
Όλα όμως δεν εξαρτώνται από την παιδική ηλικία. Μπορεί και αργότερα να αναπτυχθεί η αγάπη για τη σοβαρή μουσική.
Χρειάζεται ενδιαφέρον και θέληση.
Όπως είπαμε όλοι σχεδόν έχουμε τα φυσικά προσόντα για να μπορούμε να παρακολουθούμε και να χαιρόμαστε τη μουσική. Δεν χρειάζεται να έχει ταλέντο για να δεχτεί ένα έργο, για να πάρει μπρος ο μηχανισμός της συγκίνησης και να λειτουργήσει αισθητικά.
Εκείνο που χρειάζεται είναι να καλλιεργήσουμε τα φυσικά μας προσόντα και να τα αναπτύξουμε. Έτσι θα κατορθώσουμε όχι μονάχα να νοιώθουμε τη μουσική αλλά και να την κρίνουμε. Πως θα το πετύχουμε τούτο; Πρώτα, πρώτα και κυριότατα ακούγοντας συχνά και με προσοχή καλή μουσική. Να πηγαίνουμε στα κοντσέρτα, στις όπερες και να ακούμε καλούς δίσκους. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να προσπαθήσουμε να την πλησιάσουμε. Από εκεί και πέρα θα αρχίσει μόνος του ο ακροατής να τη χαίρεται, να την αξιολογεί και τελικά να την κρίνει.
Υπάρχουν μονάχα κάποιες εξ’ αντικειμένου δεσμεύσεις που αν δεν τις λάβεις υπ’ όψη σου μπορεί να σου αλλοτριώσουν την δεκτικότητα και την ικανότητα να την αφομοιώσεις. Δεν πρέπει να είσαι κουρασμένος, δεν πρέπει να έχεις προκατάληψη. Αν τα έχεις αυτά, καλύτερα να μην ακούς μουσική. Κακό θα κάνεις του εαυτού σου και σίγουρα θα πλαστογραφήσεις τις συναισθηματικές σου ικανότητες. Για να μπορέσουμε να καταλάβουμε καλά μια σύνθεση, καλό θα είναι να γνωριστούμε λεπτομερειακά με τα έργα και τη ζωή του συνθέτη, τους αγώνες του, τις ταλαιπωρίες του. Επίσης θα μας βοηθήσει αν γνωρίσουμε την εποχή που έζησε. Όταν πηγαίνουμε στη συναυλία καλό θα είναι να πηγαίνουμε ντυμένοι με καλαισθησία. Αυτή η γιορταστικότητα, καθαρά τυπική, έχει την σημασία της.
Από την άλλη μεριά, δεν είναι απαραίτητο να είσαι βαθυστόχαστος γνώστης της ιστορίας της μουσικής, της αισθητικής της εξέλιξης κλπ για να μπορείς να νοιώθεις τη μουσική. Επίσης δεν πρέπει να ψάχνεις να βρεις τι θέλει να πει ο μουσουργός, τι σημαίνει το τάδε ή το δείνα έργο. Αυτό το ερώτημα για την τέχνη των ήχων δεν έχει καμία αξία.
Πρέπει να αφήσουμε τον εαυτό μας να “αισθανθεί” τη μουσική, όχι να καταλάβει τις ιδέες που σπρώξανε τον συνθέτη για να δημιουργήσει το έργο.
Ο Πικάσο είπε: Γιατί δεν ρωτάμε το αηδόνι τι λέει, αν και τόσο μας αρέσει;
Η ομορφιά της δημιουργίας δεν γίνεται να ερμηνευτεί. Γιατί η μανία της ανάλυσης, της εκλογίκευσης, περιορίζει την οπτικότητα του έργου, λιγοστεύει τα σημεία επαφής με αυτό. Ούτε μπορούμε να πληροφορηθούμε από τρίτους μια δήθεν ανάλυση του έργου.
Οι άνθρωποι που θα δασκαλέψουν τους ακροατές και θα τους λανσάρουν ένα τρόπο ειδικό να κατανοεί και να συγκινείται από τη μουσική δεν υπάρχουν. Πρέπει χωρίς μεσολαβητή, παρθένος να προσεγγίζει την τέχνη. Ούτε οι τεχνικές γνώσεις είναι απαραίτητες.
Για το φίλο της μουσικής, για τον απλό ακροατή, δεν έχουνε ιδιαίτερη σημασία.
Ο συνθέτης πρέπει να είναι βαθύς γνώστης όλων των τεχνικών θεμάτων που αφορούν την δουλειά του. Θεωρητικές γνώσεις πρέπει να έχει και ο κριτικός της μουσικής. Οι τεχνικές γνώσεις δεν είναι προϋπόθεση για την παρακολούθηση της μουσικής.
Καλό όμως θα ήταν να αποκτήσουμε τις απαραίτητες, έστω τις στοιχειώδεις γνώσεις, τις βασικές έννοιες του κόσμου της μουσικής. Αυτό ίσως μας βοηθήσει να την πλησιάσουμε ευκολότερα και να την αγαπήσουμε.
Τονίζουμε και πάλι: Ο μόνος τρόπος για να μπορέσουμε να χαρούμε τη μουσική είναι να ακούμε συχνά, με προσοχή και ενδιαφέρον καλή μουσική.
Η θέση των φωνητικών ομάδων στην χορωδία και των οργάνων στη συναυλία μουσικής δωματίου και στη συμφωνική ορχήστρα παίζει σημαντικό ρόλο. Καταρχήν δεν είναι απολύτως καθορισμένη, π.χ μπορεί τα πρώτα βιολιά να τοποθετηθούνε αριστερά και τα δεύτερα δεξιά.
Αυτή είναι η κλασσική διάταξη. Μπορεί όμως ο μαέστρος να βάλει τα πρώτα και τα δεύτερα βιολιά κοντά. (Αυτή η διάταξη είναι η πιο συνηθισμένη). Ο τρόπος διάταξης των οργάνων εξαρτάται από την επιθυμία του μαέστρου και το είδος της σύνθεσης που παίζεται.
Σκοπός πάντα παραμένει η καλή ακουστική και η προσπάθεια να τοποθετηθούν κοντά εκείνα τα όργανα που παίζουν συγγενική μελωδία.
Στη συμφωνική συναυλία, μόλις έρθει ο μαέστρος ή ορχήστρα σηκώνεται. Ο μαέστρος υποκλίνεται στο κοινό, ταυτόχρονα υποκλίνεται και στους καλλιτέχνες που θα συνεργαστεί μαζί τους , δηλαδή την ορχήστρα.
Μετά δίνει το χέρι στο πρώτο βιολί, που κάθεται αριστερά του. (Συμβολική χειρονομία σεβασμού και χαιρετισμού ολόκληρης της ορχήστρας). Αν ο μαέστρος συνοδεύεται από σολίστ, ο σολίστ μπαίνει πρώτος και ο μαέστρος τον ακολουθεί, γιατί σε αυτή την περίπτωση, η ορχήστρα απλώς συνοδεύει. Στο τέλος της συναυλίας ο μαέστρος υποκλίνεται πάλι στην ορχήστρα, δίνει το χέρι του στο πρώτο βιολί και κάνει νόημα να σηκωθεί η ορχήστρα. Πόση παράδοση, ίσως αιώνων δεν κλείνεται σε αυτές τις συνήθειες…
Με την εξέλιξη της τεχνικής, η μουσική μεταφέρθηκε από τα θέατρα και τις μεγάλες αίθουσες συναυλιών και στο πιο μικρό χωριό και στο πιο φτωχικό σπίτι. Πρέπει όμως να μας γίνει κανόνας: για να είναι ωφέλιμη η μετάδοση της μουσικής με τεχνικά μέσα, πρέπει να είμαστε συγκεντρωμένοι και να μη τη χρησιμοποιούμε σα συνοδό π.χ στις οικιακές μας ασχολίες. Επίσης ενώ το ραδιόφωνο παίζει, εμείς μιλάμε, τηλεφωνούμε κ.λ.π. Τότε η μουσική αυτή δεν έχει καμιά αξία γιατί η συγκέντρωση του ακροατή είναι ελάχιστη.
Συχνά εκφράζεται η γνώμη πως η πρόοδος της τεχνικής εκτοπίζει τη ζωντανή μουσική. Είναι αλήθεια πως η τεχνική πρόοδος μπορεί να επηρεάσει ένα διάστημα το ρεύμα των επισκεπτών στις συναυλίες, όμως βασικά ποτέ δεν μπορούν τα τεχνικά μέσα μόνα να αντικαταστήσουν τη ζωντανή μουσική.
Οι λόγοι είναι αρκετοί. Πρώτα από όλα γιατί ίσαμε σήμερα και η πιο τέλεια εγγραφή σε δίσκο και η πιο ακριβής αναμετάδοση κλπ δεν μπορούν να συγκριθούν με την άμεση ζωντανή εκτέλεση. Εξ’ άλλου η ακουστική στα σπίτια δεν μπορεί να είναι τόσο καλή όσο στα θέατρα και στις αίθουσες συναυλιών.
Αλλά και αν όλα αυτά ξεπεραστούν και να η τεχνική καταφέρει να ξεπεράσει τις ελλείψεις της (που θα το πετύχει κάποτε), πάντα θα παραμένει η πιο σημαντική διαφορά: Η δύναμη της αμεσότητας στις εντυπώσεις που τη δίνει η παρουσία του ίδιου του ερμηνευτή. Αν καθόμαστε στην αίθουσα όπου ερμηνεύεται μία σύνθεση, όχι μονάχα η ακουστική είναι καλή, μα η παρακολούθηση του ερμηνευτή είναι δεμένη με την εκτέλεση.
Το γεγονός πως η όλη εμφάνιση του εκτελεστή μπροστά μας είναι γι αυτόν ένας άμεσος κίνδυνος, πώς μπροστά μας δημιουργεί την καλλιτεχνική του απόδοση χωρίς να έχει καμιά δυνατότητα να τη διορθώσει, να την επαναλάβει καλύτερα, αυτό και μόνο δημιουργεί μια ένταση ανάμεσα στον ερμηνευτή και τον ακροατή, γεννάει την ευαίσθητη δύναμη της άμεσης συγκίνησης που η τεχνική είναι αδύνατον να αντικαταστήσει.
Πρέπει να ξέρουμε καλά να αξιοποιούμε τις δυνατότητες που μας δίνει η τεχνική, να μπορούμε να χαιρόμαστε και όταν ακούμε μουσική από ραδιόφωνο, δίσκους, κλπ. Αλλά όμως είναι επίσης σωστό να μην υπερεκτιμάμε την τεχνική, να διατηρούμε και την άμεση ζωντανή σχέση με την ίδια τη μουσική δημιουργία, με τη ζωντανή μουσική.
Λέγεται πως οι ακροατές λατρεύουν τις συνθέσεις της σοβαρής μουσικής των περασμένων αιώνων και υποτιμούν τη σημερινή μουσική.
Τούτο είναι σε μεγάλο βαθμό αληθινό. Τα αίτια που πολλοί ακροατές επιζητούν περισσότερο την παλιά μουσική είναι πολλοί: καμιά φορά φταίει η ίδια η μουσική. Πολλοί σύγχρονοι συνθέτες πειραματίζονται και δημιουργούν που στους άλλους δεν λέει τίποτα. Φυσικά τα πράγματα δεν είναι πάντα έτσι ούτε και παντού συμβαίνει κάτι τέτοιο. Σήμερα γύρω μας ζούνε μεγάλοι μουσουργοί που δημιουργούν εξαίρετα έργα. Χρειάζεται λίγη καλή θέληση και προσανατολισμός προς αυτή τη μουσική. Τότε τα έργα αυτά θα είναι προσιτά σε όλους. Είναι επίσης φυσικό ανάμεσα στη σύγχρονη μουσική να συγκαταλέγονται και δημιουργίες της σειράς.
Με το πέρασμα του χρόνου ξεχνιούνται και μετά από μερικές δεκαετίες επιζούν μονάχα οι μεγάλες συνθέσεις και οι αξιόλογες. Οι περισσότερες όμως αιτίες για την υποτίμηση της σύγχρονης μουσικής προέρχονται από τους ίδιους τους ακροατές. Πρώτη αιτία είναι η συντηρητικότητα του κοινού. Ο μέσος φίλος της μουσικής έχει την τάση να παρακολουθεί τα μεγάλα έργα ρεπερτορίου με παγκόσμια αναγνώριση, και συστηματικά πηγαίνει μονάχα σε συναυλίες που τα περιλαμβάνουν στο πρόγραμμα τους. Μα τούτο δεν είναι σωστό.
Στις συναυλίες δεν πηγαίνουμε μονάχα για να επιβεβαιώσουμε αυτό που γνωρίζουμε, μα κυρίως και να γνωρίσουμε και να ανακαλύψουμε καινούργιους κόσμους, νέες αξίες.
Μια άλλη αιτία που αποφεύγουν οι ακροατές την σύγχρονη μουσική είναι και το γεγονός πως η παλιά μουσική είναι πιο απλά δουλεμένη και λιγότερο απαιτητική. Οι παλιές συνθέσεις είναι πιο παραστατικές, μελωδικά δεν είναι τόσο περίπλοκες, γίνονται πιο εύκολα κατανοητές. Είναι όμως ανάγκη, ο ακροατής που έχει μάθει την παλιά μουσική να μάθει και να καταλαβαίνει και τις συνήθειες των συγχρόνων του.
Σίγουρα θα βρούμε ανάμεσα σε αυτές και συνθέσεις που θα μας γοητεύσουνε: Δεν μπορούμε να παραμερίσουμε τον Στραβίνσκι, τον Χόνεγκερ, τον Μπάρτοκ, τον Σιμπέλιος, τον Προκόφιεφ, τον Γιάνατσεκ, τον Σοστάκοβιτς, κλπ. Και αυτοί δημιούργησαν έργα μεγάλης αξίας που αξίζει να τα γνωρίσουμε.
Μια άλλη αιτία είναι η αρνητική στάση των ακροατών προς το άγνωστο, η απόρριψη από τη μεριά τους των συνθέσεων εκείνων που δεν τις γνωρίζουν, που δεν ξέρουν τίποτα γι αυτές.
Τους περασμένους αιώνες, ένα τέτοιο πρόβλημα ήταν τελείως άγνωστο. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός πως στην εποχή εκείνη οι ορχήστρες, οι όπερες, τα μουσικά συγκροτήματα έπαιζαν κυρίως σύγχρονη μουσική.
Σήμερα, στη λεγόμενη σύγχρονη εποχή, τα πράγματα είναι κυριολεκτικά αντίστροφα. Μονάχα με τη συχνή παρακολούθηση έργων της σύγχρονης μουσικής θα μπορέσουμε να γνωριστούμε με αυτή, να την καταλάβουμε και να την αγαπήσουμε.
Ο ιδανικός ακροατής είναι ο μορφωμένος, χωρίς καμία εξειδικευμένη μουσική κατάρτιση. Ο ειδικός πολλές φορές πέφτει θύμα των ιδιαιτέρων ενδιαφερόντων του και ξεχνάει το βασικότερο: την άμεση συγκίνηση από τη μουσική.
Ο αμόρφωτος όμως δεν μπορεί να απολαύσει τη μουσική. Ο μορφωμένος χωρίς εξειδίκευση, σε όλη του τη ζωή ξέρει να αφιερώνει λίγο χρόνο για τη μουσική. Με τον καιρό αποκτάει και μια μικρή βιβλιοθήκη, μια δισκοθήκη. Αυτός ο ακροατής ασφαλώς θέλει να γνωρίσει τους μεγαλύτερους βιρτουόζους και τις καλύτερες συνθέσεις. Όμως θα τον βρούμε και σε μικρότερες συναυλίες που παίζουν νέοι καλλιτέχνες ή καινούργια έργα. Η μουσική είναι γι αυτόν χαρά ζωής. Με τον καιρό βαθαίνει σε αυτή τόσο πολύ που του γίνεται δύναμη, ανάσα ζωής.
Πώς μπορούμε διαφορετικά να ονομάσουμε αυτόν τον ακροατή, παρά σαν ισάξιο συμπλήρωμα του δημιουργικού καλλιτέχνη, παρά σαν δημιουργικό ακροατή;
Για τον εύκολο προσανατολισμό μας στην πορεία της μουσικής από τους αρχαιοτάτους χρόνους μέχρι σήμερα, θα χωρίσουμε την όλη μουσική εξέλιξη σε περιόδους. Φυσικά, αυτό δεν θα πει πως η εξέλιξη της μουσικής μπορεί να οροθετηθεί με ακρίβεια.
Στην μουσική καθώς και σε κάθε εκδήλωση της τέχνης, δεν υπάρχουν αυστηρά καθορισμένα όρια που ξεχωρίζουν τη μια σχολή από την άλλη, τούτο το σύστημα από κείνο, το νέο από το παλιό. Πολλά από τα παλιά στοιχεία περνούν είτε ατόφια, είτε έπειτα από ορισμένη κατεργασία στις νεότερες μορφές και πολλά από τα νέα βρίσκονται σε σπέρμα ή σε λανθάνουσα κατάσταση στις παλαιότερες.
Για το λόγο τούτο, η αναδρομή μας είναι βοηθητική, είναι μια πρώτη χονδρική ταξινόμηση της ιστορίας της μουσικής.
Σημειώνουμε λοιπόν έξι εποχές:
Στην πρωτόγονη κοινωνική οργάνωση, οι πρωτόγονες φυλές προσπάθησαν να πετύχουν τον έλεγχο πάνω στη φύση (η οποία δεν είχε ακόμα εξερευνηθεί και υποταχτεί στον άνθρωπο) με ομαδικές μαζικές λατρείες.
Οι λατρείες αυτές συνδυάζονταν με τη μουσική, το χορό και το τραγούδι, μαζί με σχεδιάσματα κορμιών και το σκάλισμα μορφών κυρίως μέσα σε σπηλιές. Το “μαγικό” βρισκότανε μέσα στην πίστη των πρωτόγονων πως με τη μίμηση, με το τραγούδι, τις χειρονομίες, τη ζωγραφική, το χορό θα εξασφάλιζαν την επιρροή τους πάνω στις δυνάμεις της φύσης.
Αποτέλεσε μεγάλη πρόοδο που μπορεί να τοποθετηθεί ιστορικά στην πρωτόγονη εποχή ότι τα τραγούδια παίζονταν και σε όργανα όπως ο αυλός.
Έχουνε ξεσπάσει μεγάλες επιστημονικές συζητήσεις αν η μουσική προηγήθηκε της γλώσσας ή η μουσική είναι προϊόν της γλωσσικής εξέλιξης. Το πιθανότερο είναι ότι η μουσική γεννήθηκε ταυτόχρονα με τη γλώσσα. Τη δημιούργησε η ανάγκη των ανθρώπων να μπορούν να εκφράζουν τα συναισθήματα τους, να μπορούν ομαδικά να εξωτερικεύσουν τη συγκίνηση τους, τον ενθουσιασμό τους. Όλα τα συναισθήματα (χαρά, λύπη, έρωτα), οι άνθρωποι τα εξέφραζαν με τη μουσική.
Η μουσική της προϊστορικής εποχής δεν είχε συνθέτες. Τη δημιούργησαν μεγάλες άγνωστες σε μας ομάδες ανθρώπων.
Τα αρχαιότερα στάδια της ιστορίας της μουσικής ανήκουν στον πολιτισμό της αρχαίας Ανατολής. Συστηματικές μελέτες αποδείξανε πως σε αυτή την περιοχή από τα πρώτα ιστορικά χρόνια (5.000 π.Χ) έως το 3.000 π.Χ άνθισε ο μουσικός πολιτισμός σε αφάνταστο βαθμό.
Στην εκτεταμένη περιοχή της Αρχαίας Ανατολής (Κίνα, Ινδία, Μεσοποταμία, Αίγυπτος κ.λ.π), μπήκαν οι βάσεις της μουσικής που αργότερα αναπτύχθηκαν στην κλασσική αρχαιότητα.
Κατά την εποχή αυτή κατασκευάστηκαν διάφορα όργανα, χάρη στις ολοένα αυξανόμενες δυνατότητες επεξεργασίας των μετάλλων (καμπάνες, κουδούνια, καστανιέτες, λαγούτο, τύμπανα, ντέφια, άρπα, τύπος διπλού αυλού).
Κίνα: Από τους αρχαιοτάτους χρόνους οι Κινέζοι καλλιεργούσαν τη μουσική με ιδιαίτερη φροντίδα. Τόσο στην επίσημη αυλική ζωή, όσο και στην καθημερινή ζωή του λαού, παρελάσεις, νεκρικές πομπές, επίσημα γεύματα, πανηγύρια, θρησκευτικές τελετές κλπ, η μουσική έπαιζε σπουδαιότατο ρόλο. Σημαντική επίσης θέση είχε η Κινέζικη μουσική και στο θέατρο, όπου μαζί με το λόγο και την παντομίμα αποτελούσε – όπως και στην αρχαία Ελληνική Τραγωδία– ένα αδιαίρετο σύνολο. Η Κινέζικη μουσική είναι μονοφωνική και έβαλε τις βάσεις στη μουσική της Ανατολικής Εκκλησίας.
Ινδίες: Από τα ιερά τους βιβλία και από τις γλυπτικές και ζωγραφικές τους παραστάσεις μαθαίνουμε ότι η μουσική των Ινδιών ήταν στενά δεμένη με τις κοσμολογικές και θρησκευτικές τους αντιλήψεις. Ενωμένη με το λόγο και το χορό, αποτελούσε προνόμιο των ιερέων και των υψηλών κοινωνικών τάξεων, χωρίς αυτό να εμποδίσει την ανάπτυξη μιας μουσικής καθαρά λαϊκής. Οι ρυθμοί της ήταν πολύπλοκοι και ποικίλοι σε συνδυασμούς.
Αίγυπτος: Όπως στην Κίνα, το ίδιο και στην Αίγυπτο, η μουσική ήταν στενά δεμένη με όλες τις εκδηλώσεις της ζωής.
Πλάι στη σμίλη, κοντά στη σκαπάνη, δίπλα στους παπύρους, η μουσική υμνεί και κρατά μαγευτικό σεγκόντο στον άφθαστο Αιγυπτιακό πολιτισμό. Η Αιγυπτιακή μουσική επηρέασε το μουσικό πολιτισμό της Κρήτης και της Αρχαίας Ελλάδος.
Ισραήλ: Λίγοι λαοί διακρίνονταν για την αγάπη τους στη μουσική, όσο οι Ισραηλίτες. Επειδή η θρησκεία τους απαγόρευε τις εικόνες, οι λατρευτικές τους ανάγκες βρήκαν διέξοδο στη μουσική και την ποίηση που ανέπτυξαν ιδιαίτερα.
Από την Αγία Γραφή μαθαίνουμε ότι οι Εβραίοι συνόδευαν όλες τις θρησκευτικές τελετές τους με μουσική. Αναφέρεται ότι στα εγκαίνια του ναού του Σολομώντος, πλήθος οργάνων συνόδευαν τους ψαλμούς του Δαβίδ.
Ελληνική μουσική: Στην αρχαία Ελλάδα η μουσική ήταν πολύ αναπτυγμένη. Ήξεραν όλους τους κανόνες της αρμονίας από τον Πυθαγόρα κιόλας. Δεν υπήρχε μουσική χωρίς ποίηση, ούτε ποίηση χωρίς μουσική. Ποιητές και συνθέτες ήταν τις περισσότερες φορές το ίδιο πρόσωπο. Τα επικά τραγούδια που ιστορούσαν δόξες και ηρωικά κατορθώματα συνοδεύονταν πάντα από τη λύρα ή την κιθάρα.
Στον 7ο και 6ο π.Χ αιώνα αναπτύσσεται η λυρική ποίηση και μουσική που σε αντίθεση με το έπος επηρεάζει τα υποκειμενικά συναισθήματα και τον εσωτερικό κόσμο του ποιητή. Όπως τα επικά έτσι και τα λυρικά τραγούδια συνοδεύονται από τη λύρα και τη κιθάρα. Η λαμπρότερη όμως ποιητική και μουσική δημιουργία της Αρχαίας Ελλάδος ήταν η αττική τραγωδία και κωμωδία του 5ου π.Χ αιώνα. Το νέο αυτό δραματικό είδος αποτελούσε σύζευξη ποίησης, μουσικής και χορού.
Στην αρχαία Ελλάδα η μουσική έγινε ελεύθερη τέχνη, περνάει στο θέατρο, την ιδιωτική ζωή και γίνεται αντικείμενο δημόσιας άμιλλας των ανθρώπων. Στις Ολυμπιάδες διεξάγονταν μουσικοί και ποιητικοί διαγωνισμοί. Η μουσική ανάπτυξη στην αρχαία Ελλάδα δημιούργησε μια σειρά ολόκληρη από τύπους τραγουδιών: ο θρήνος, ο παιάνας, ο διθύραμβος, τα σκόλια (επιτραπέζια τραγούδια), τα εγκώμια, τα επινίκια, τα βακχικά, τα εμβατήρια, τα νανουρίσματα κλπ.
Η μουσική των αρχαίων Ελλήνων δεν είχε για βάση του μουσικού συστήματος την οκτάβα αλλά τη λεγόμενη τετάρτη.Οι αρχαίοι Έλληνες παρίσταναν τους μουσικούς φθόγγους με γράμματα του αλφαβήτου.
Στην Αρχαία Ελλάδα αναδείχθηκαν μεγάλοι θεωρητικοί της μουσικής όπως ο Πυθαγόρας ο Σάμιος (497-480 π.Χ), ο Αριστόξενος (335-322 π.Χ) και άλλοι.
Τον Ελληνικό μουσικό πολιτισμό τον πήρανε αργότερα και οι Ρωμαίοι. Δεν παρουσιάζουν όμως καινούργιες δημιουργικές προσφορές.
Από τη μουσική των αρχαίων Ελλήνων σώζονται ελάχιστες συνθέσεις, συνολικά εννέα, οι περισσότερες σε μικρά και ασύνδετα αποσπάσματα. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια μελέτης για να διαβαστούν. Τελικά αποδείχθηκε πως οι συνθέσεις ήταν κυρίως μονοφωνικές με συνοδεία οργάνου. Τα κείμενα αυτά έχουν τεράστια σημασία γιατί είναι οι πιο παλιές συνθέσεις που έχουν διασωθεί.
Φυσικά σήμερα δεν παίζεται η μουσική των πρώτων ιστορικών χρόνων. Χρειάστηκαν χιλιάδες χρόνια για να μας δώσουν τις βάσεις της μουσικής. Πάνω σε αυτές τις βάσεις στηρίχθηκαν οι μετέπειτα μουσουργοί για να φέρουν τη μουσική δημιουργία στο πλούσιο επίπεδο που γνωρίζουμε σήμερα.
Χριστιανική Εποχή: Οι πληροφορίες μας για τη μουσική των πρώτων Χριστιανών είναι λιγοστές εξαιτίας των εξοντωτικών διωγμών και της καταστροφής των βιβλίων και των μουσικών κειμένων.
Στον Μεσαίωνα στην Ευρώπη αναπτύσσονται δύο βασικοί κλάδοι στη μουσική: Ο Βυζαντινός και ο Δυτικοευρωπαϊκός. Και των δύο βασικό στοιχείο είναι η εκκλησιαστική υμνωδία. Το στάδιο αυτό αρχίζει από τους πρώτους μ.Χ αιώνες.
Με τον Μεγάλο Κωνσταντίνο ο Χριστιανισμός γίνεται επίσημη θρησκεία του Κράτους. Οι διωγμοί παύουν και οι Χριστιανοί λατρεύουν ελεύθερα το Θεό τους. Αναπτύσσεται η βυζαντινή μουσική. Η βυζαντινή μουσική, που αποτελεί υπέροχη σύζευξη αρχαίων Ελληνικών στοιχείων και ανατολικών επιδράσεων ήταν και εξακολουθεί να είναι μονοφωνική.
Μονοφωνική μουσική είναι εκείνη στην οποία το μουσικό υλικό παρουσιάζεται ως μία “φωνή”. H “φωνή” αυτή μπορεί να εκτελείται ως τραγούδι ή από όργανα, από έναν ή από πολλούς ταυτοχρόνως. Όλοι όμως τραγουδούν ή παίζουν τους ίδιους φθόγγους, την ίδια μελωδία. Η μονοφωνική μουσική υπήρξε η μουσική όλων των λαών της αρχαιότητας και των πρώτων αιώνων του Μεσαίωνα και είναι ακόμη η μουσική του μεγαλύτερου μέρους της σύγχρονης ανθρωπότητας.
Πολυφωνική μουσική είναι το ταυτόχρονο άκουσμα δύο ή περισσοτέρων “φωνών” που ωστόσο κρατούν την ανεξαρτησία τους.
Αν και η Βυζαντινή μουσική δεν μας κληροδότησε όπως η Δύση μια πολυφωνική μουσική, μας άφησε όμως ένα μελωδικό θησαυρό ασύγκριτο σε εκφραστική δύναμη και ρυθμική ποικιλία που μαζί με το δημοτικό τραγούδι θα αποτελέσουν τις δύο πηγές της νεοελληνικής μουσικής.
Όταν τον 4ον αιώνα επικράτησε η Χριστιανική θρησκεία, καθιερώθηκε η σημερινή μορφή λειτουργίας.
Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Αντιόχεια και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος την έφερε στην Κωνσταντινούπολη.
Στη μακρόχρονη εξέλιξη της η Βυζαντινή μουσική ανέδειξε μια σειρά από σημαντικούς μελοποιούς.
Γνωστοί βυζαντινοί υμνογράφοι και μελοποιοί είναι ο Μέγας Αθανάσιος (295-375 μ.Χ) που είναι από τους πρώτους υμνογράφους, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος (329-390 μ.Χ), ο Βασίλειος ο Μέγας (330-378 μ.Χ), ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος (347-407 μ.Χ), ο Κοσμάς ο Μελωδός (8ος αιώνας), η Κασσιανή η μοναχή (9ος αιώνας), ο Ιωάννης Γλυκός (10ος αιώνας), ο Ιωάννης ο Κουκουζέλης (12ος αιώνας).
Αυτός όμως που λάμπρυνε τη λειτουργία και εδημιούργησε τον χρυσό αιώνα της Βυζαντινής μουσικής ήταν ο Ρωμανός ο Μελωδός (τέλος του 5ου αιώνα), που γεννήθηκε στην Έμπασα της Συρίας. Έγραψε περί τους 1.000 ύμνους, θεωρείται ο μεγαλύτερος υμνωδός της Ανατολικής Εκκλησίας και έπαιξε μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση της Βυζαντινής μουσικής.
Η μεγαλύτερη φυσιογνωμία της Βυζαντινής μουσικής είναι ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός (8ος αιώνας), μέγας φιλόσοφος, θεολόγος και υμνογράφος ο οποίος έφερε πολλές μετατροπές στη γραφή της Βυζαντινής μουσικής. Το σπουδαιότερο όμως έργο του είναι η οκτώηχος δηλαδή οι λειτουργίες όλου του χρόνου, οι ακολουθίες του Εσπερινού και του Όρθρου στους 8 ήχους της Βυζαντινής Μουσικής. Ο Χρύσανθος ο Προύσης έδωσε την ονομασία στους φθόγγους της κλίμακας: πα, βου, γα, δι, κε, ζω, νη, πα.
Ο Ιουστινιανός υπεστήριξε τη Βυζαντινή μουσική, έδωσε τίτλους και εγκώμια στους ψάλτες και έγραψε και ο ίδιος αρκετά λειτουργικά. Η βυζαντινή μουσική είναι κυρίως εκκλησιαστικά άσματα που έχουν για περιεχόμενο τους χωρία από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, περιγραφή από τη ζωή του Χριστού, της Παναγίας και όλων των αγίων.
Η παρασημαντική (παρασημαντική είναι μουσική σημειογραφία) της Βυζαντινής μουσικής παρουσιάζεται με ιδιαίτερη γραφή, στενογραφική και συμβολική. Αργότερα αυτή αναλύθηκε με διαφόρους τρόπους και το 1815 πήρε τελικά την επίσημη μορφή που καθιέρωσε η Ορθόδοξη εκκλησία.
Τη Βυζαντινή μουσική την διακρίνει η απλότητα και η μεγαλοπρέπεια. Δεν ακολούθησε το Ευρωπαϊκό πολύφωνο σύστημα. Ξεχώρισε από την Ευρωπαϊκή μουσική εξέλιξη.
Η δυτικοευρωπαϊκή μουσική κατά το Μεσαίωνα έχει να παρουσιάσει κυρίως το λεγόμενο γρηγοριανό μέλος. Η ονομασία του προέρχεται από τον Πάπα της Ρώμης Γρηγόριο τον Μέγα, που μεταρρύθμισε την Εκκλησιαστική μουσική. Ταξινόμησε, επέλεξε και διασκεύασε με καινούργιο τρόπο τους παραδοσιακούς εβραϊκούς ψαλμούς. Το σύνολο αυτών των χορικών ασμάτων ονομάζονται γρηγοριανά.
Όπως στην αρχαιότητα, έτσι και το γρηγοριανό μέλος είναι μονοφωνικό. Το γρηγοριανό μέλος έψαλε σόλο ο ιερέας και του απαντούσε το εκκλησίασμα με άσμα, επίσης μονοφωνικό. Πολλές φορές τραγουδούσανε δύο χορωδίες σε ένα είδος διαλόγου: Ερώτηση-Απάντηση. Ορισμένα από τα γρηγοριανά άσματα ψέλνονται μέχρι σήμερα στην Καθολική Εκκλησία. Τα γρηγοριανά άσματα έχουν μεγάλη μουσικότητα.
Η κοσμική ζωή έχει και αυτή τα τραγούδια της. Δημιουργήθηκαν όμως αργότερα σαν αντίβαρο στα γρηγοριανά άσματα. Ήταν τα τραγούδια των Γάλλων τροβαδούρων και των Γερμανών ερωτοτραγουδών.
Η θεματολογία τους ήταν ερωτική ή υμνούσαν την αυτοθυσία και τη γενναιότητα των ιπποτών.
Ήταν και αυτά μονοφωνικά που συνοδεύονταν από απλά μουσικά όργανα.