patmosweb330

elin330

aegeanlab

Ακούστηκαν

ΙΧΘΥΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ: Καταστροφικές οι Eπιπτώσεις τους στα Θαλάσσια Οικοσυστήματα.

 

POSEIDONIA-1Στον κατάλογο των περιοχών για την εγκατάσταση ιχθυοκαλλιεργειών περιλαμβάνονται και περιοχές που υπάγονται στο δήμο μας, παρότι ο Δήμος Πάτμου είχε κοινοποιήσει στην περιφέρεια με απόφαση του Δημ. Συμβουλίου, σύμφωνα με την οποία είναι αντίθετος με την εγκατάσταση ιχθυοκαλλιεργειών στην περιοχή μας για τουριστικούς λόγους, αλλά αγνοήθηκε η βούληση του όπως αγνοήθηκαν και άλλων περιοχών.

Ο δήμος Πάτμου μετά από αυτό πήρε νέα απόφαση για προσφυγή στο ΣτΕ.

Υπήρχαν όμως και άλλοι λόγοι για να εξαιρεθεί η περιοχή μας από τον κατάλογο, όπως η προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και των παράκτιων οικοσυστημάτων της που ορίζονται από την Σύμβαση της Βαρκελώνης , κοινοτικές οδηγίες, την Ευρωπαϊκή αλιευτική νομοθεσία, την ελληνική νομοθεσία κ.α.

Απορούμε λοιπόν πως συμπεριελήφθη στον κατάλογο η περιοχή του νησιού μας, όταν στο Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τις υδατοκαλλιέργειες, ΦΕΚ 2505Β Απόφαση Αριθμ. 31722/4-11-2011, και στα κριτήρια για τις συμβατότητες χωροθέτησης μονάδων θαλάσσιας υδατοκαλλιέργειας δεν επιτρέπεται πάνω από λειμώνες του είδους Posidonia oceanica που βρίσκονται εντός προστατευόμενων περιοχών του Ευρωπαϊκού Οικολογικού Δικτύου NATURA 2000 κριτήριο που υπάρχει στην περιοχή μας και οι οποίες πλήττοντο ανεπανόρθωτα από τις ιχθυοκαλλιέργειες, όπως βγαίνει από την παρακάτω εκτίμηση της κ. Αναστασίας Μήλιου Υδροβιολόγου και Συντονίστριας της Επιστημονικής Έρευνας στο Ινστιτούτο θαλάσσιας Προστασίας:

Αναφέρει η κ. Μήλιου μεταξύ άλλων στην επιστημονική της εισήγηση:

τα νησιά, οι νησίδες και βραχονησίδες στην περιοχή της Πάτμου, Αρκιών, Λειψών και Λέρου χαρακτηρίζονται από σπάνιο φυσικό πλούτο, στη θάλασσα, όσο στη στεριά, γι αυτό αποτελούν μέρος του Ευρωπαϊκού Οικολογικού Δικτύου Natura 2000 κ τα θαλάσσια οικοσυστήματα της περιοχής καλύπτονται κατά μεγάλο μέρος από θαλάσσια λιβάδια Ποσειδωνίας καθώς και από υφάλους ασβεστολιθικών ροδοφυκών ? τα οποία αποτελούν προστατευόμενους οικοτόπους προτεραιότητας, θεμελιώδους σημασίας για την υγεία και την παραγωγικότητα των θαλάσσιων οικοσυστημάτων της Μεσογείου, αλλά και για τη διατήρηση της

αλιείας. Επίσης στηρίζουν σημαντικούς πληθυσμούς από μεγάλο αριθμό σπάνιων και προστατευόμενων ειδών, συμπεριλαμβανομένων τριών ειδών δελφινιών, την ιδιαίτερα απειλούμενη μεσογειακή φώκια, και δύο είδη θαλάσσιας χελώνας.

Δεδομένης της ξεχωριστής περιβαλλοντικής σημασίας της περιοχής, κρίνεται ότι αυτός ο σπάνιος φυσικός πλούτος αποτελεί ένα σημαντικό, άμεσα αξιοποιήσιμο, συγκριτικό πλεονέκτημα ? μοχλό ανάπτυξης για τις τοπικές κοινωνίες, μέσα από τη δυνατότητα οργάνωσης πλαισίου ήπιων μορφών οικοτουρισμού και θαλάσσιου τουρισμού καθώς και επιστημονικού/ εκπαιδευτικού τουρισμού, με πρακτικές φιλικές προς το περιβάλλον.

Η προστασία και ανάδειξη του σπάνιου φυσικού πλούτου που αναφέρθηκε παραπάνω, έρχεται σε αντίθεση με το σχέδιο εγκατάστασης μονάδων ιχθυοκαλλιεργειών στην περιοχή. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι πρακτικές εντατικής ιχθυοκαλλιέργειας, όπως υλοποιούνται στις ελληνικές θάλασσες κατά τις τελευταίες δεκαετίες, έχουν ως αναμφισβήτητο αποτέλεσμα την υποβάθμιση της βιοποικιλότητας, παραγωγικότητας και της γενικότερης υγείας των παράκτιων οικοσυστημάτων στην ευρύτερη περιοχή που περιβάλλει τις μονάδες.

Οι ιχθυοκαλλιέργειες επιβαρύνουν το θαλάσσιο περιβάλλον με οργανικό φορτίο και χημικές ουσίες, που αλλάζουν τη σύσταση του νερού και μειώνουν την ποσότητα του διαθέσιμου φωτός, περιορίζοντας έτσι τη φωτοσυνθετική ικανότητά των παράκτιων οικοσυστημάτων. Οι δεκάδες τόνοι περιττωμάτων που καταλήγουν ημερησίως στα παράκτια οικοσυστήματα προκαλούν δραματική υποβάθμιση της βιοποικιλότητας και της οικολογικής κατάστασης των παράκτιων περιοχών. Ενδεικτικά πρέπει να αναφερθεί ότι ένα ψάρι βάρους 400 γραμμαρίων απορροφά μόλις το 22 έως 29% των παρεχόμενων ποσοτήτων τροφής. Τα υπόλοιπα καταλήγουν στη θάλασσα, ενώ η εναπόθεση των επιβαρυντικών ουσιών επεκτείνεται σε απόσταση που φτάνει έως και τα 1.000 μέτρα από τους κλωβούς.

Συνεπώς ως αποτέλεσμα της λειτουργίας των μονάδων ιχθυοκαλλιέργειας, αναμένεται η δραματική υποβάθμιση του φυσικού πλούτου της περιοχής, η μείωση της βιοποικιλότητας των θαλάσσιων οικοσυστημάτων και η μείωση των πληθυσμών από σπάνια και προστατευόμενα είδη. Αυτό συνεπάγεται και την κατάργηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων και των δυνατοτήτων ανάπτυξης, που θα μπορούσαν να προέλθουν από την ανάδειξη, προστασία και αξιοποίηση του ξεχωριστού φυσικού πλούτου της περιοχής.

Βασικό όμως επιχείρημα για την ακύρωση του σχεδιασμού της εγκατάστασης μονάδων ιχθυοκαλλιέργειας στη συγκεκριμένη περιοχή, είναι ότι προβλέπεται η εγκατάστασή τους να γίνει σε περιοχές που στηρίζουν σημαντικές εκτάσεις από προστατευόμενους οικοτόπους: θαλάσσια λιβάδια Ποσειδωνίας και υφάλους ασβεστολιθικών ροδοφυκών. Έχει αποδειχθεί ότι οι ιχθυοκαλλιέργειες προκαλούν δραματική και εκτεταμένη επιβάρυνση σε αυτούς τους σημαντικούς οικοτόπους που έχουν θεμελιώδη σημασία για την υγεία και παραγωγικότητα των θαλάσσιων οικοσυστημάτων.

Τα λιβάδια Ποσειδωνίας και οι ύφαλοι ροδοφυκών, χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερα βραδύ ρυθμό ανάπτυξης: <10 cm/έτος για τα λιβάδια Ποσειδωνίας και <0.06 mm/έτος για τους υφάλους ροδοφυκών. Συνεπώς για να ανακάμψουν από εκτεταμένες ανθρωπογενείς επιβαρύνσεις όπως αυτές που προκαλούνται από τις ιχθυοκαλλιέργειες, απαιτούνται πολλές δεκαετίες για τα λιβάδια Ποσειδωνίας και αιώνες για τους υφάλους ροδοφυκών. Για το λόγο αυτό απαγορεύεται η εγκατάσταση μονάδων υδατοκαλλιέργειας, τόσο από τη διεθνή όσο και από την εθνική νομοθεσία.

Συγκεκριμένα, το Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τις υδατοκαλλιέργειες, ΦΕΚ 2505Β Απόφαση Αριθμ. 31722/4-11-2011, ορίζεται στο Κεφάλαιο B και αναφέρει στην παρ. Α του άρθρου 6:

Άρθρο 6, Παρ. Α. Προϋποθέσεις αναγκαίες για την εγκατάσταση μονάδων υδατοκαλλιέργειας:

Απουσία προστατευόμενων ενδιαιτημάτων για τα οποία καθορίζονται ιδιαίτεροι όροι και περιορισμοί από την κοινοτική και εθνική νομοθεσία που διέπει τα οικοσυστήματα αυτά.

Άρθρο 7, Κριτήρια και συμβατότητες χωροθέτησης μονάδων και υποδοχέων υδατοκαλλιέργειας:

Η χωροθέτηση μονάδων θαλάσσιας υδατοκαλλιέργειας δεν επιτρέπεται πάνω από λειμώνες του είδους Posidonia oceanica που βρίσκονται ενός προστατευόμενων περιοχών του Ευρωπαϊκού Οικολογικού Δικτύου NATURA 2000.

Συνοπτικά αποτελέσματα από την έρευνα του Αρχιπελάγους στην περιοχή Kατά την περίοδο 2004 ? 2008.

Το ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ ? Ινστιτούτο Θαλάσσιας Προστασίας υλοποίησε πολυεπίπεδη έρευνα στη θαλάσσια και χερσαία βιοποικιλότητα στην περιοχή των νησιών και νησίδων Αρκιοί, Λειψοί, Πάτμος και Λέρος.

Όσον αφορά στα θαλάσσια λιβάδια Ποσειδωνίας και τους υφάλους ασβεστολιθικών ροδοφυκών, η έρευνα επικεντρώθηκε στην προκαταρτική καταγραφή της έκτασης που καλύπτεται από τα παραπάνω οικοσυστήματα, καθώς επίσης και στην καταγραφή της οικολογικής κατάστασης και βιοποικιλότητας αυτών.

Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε τεκμηριωμένη μέθοδος επιστημονικής καταγραφής με το συνδυασμό:

- Χαρτογράφησης οικοτόπων με τη χρήση σόναρ και χαρτογραφικής κάμερας υψηλής ευκρίνειας

- Καταγραφή βιοποικιλότητας και επιδράσεων που προκαλούνται από είδη ξενιστές, με τη χρήση μεθόδων υποβρύχιας οπτικής καταγραφής (visual census surveys).

Σχεδόν στο σύνολο της παράκτιας ζώνης των νησιών, νησίδων και βραχονησίδων των Αρκιών, Λειψών και Πάτμου καταγράφηκαν μεγάλες εκτάσεις από θαλάσσια λιβάδια Ποσειδωνίας στη ζώνη έως και 45 μέτρα βάθος καθώς και ύφαλοι ασβεστολιθικών ροδοφυκών στη ζώνη 50-100 μέτρα βάθος.

Με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας κρίνεται ότι η συγκεκριμένη περιοχή στηρίζει τις τελευταίες εναπομείνασες στη Μεσόγειο μεγάλες εκτάσεις από θαλάσσια λιβάδια Ποσειδωνίας και υφάλους ασβεστολιθικών ροδοφυκών, οι οποίες παρουσιάζουν άρτια οικολογική κατάσταση και ιδιαίτερα υψηλή βιοποικιλότητα.

Δεδομένου ότι τα συγκεκριμένα οικοσυστήματα είναι ολοένα και πιο σπάνια στη Μεσόγειο ? στη δυτική και κεντρική Μεσόγειο έχουν ήδη καταστραφεί σε μεγάλο βαθμό λόγω της αστικοποίησης της παράκτιας ζώνης - θεωρείται ότι η παρουσία αυτών των οικοτόπων στη βόρειο Δωδεκάνησο αποτελεί ένα μοναδικό συγκριτικό πλεονέκτημα, η προστασία και αειφόρος διαχείριση του οποίου αποτελεί άμεση προτεραιότητα.