Δημιουργήθηκε : Τρίτη, 18 Μαρτίου 2025 10:15 | Γράφτηκε από τον/την Ζέφυρος Καυκαλίδης
Είναι γεγονός αναμφήριστο ότι πολλοί αμφισβήτησαν τη κίνηση των Φιλικών καθώς και τον χρόνο και τον τρόπο έναρξης της Ελληνικής Επανάστασης. Η αμφισβήτηση δεν εκφράστηκε μόνον μετά την ήττα του Αλέξανδρου Υψηλάντη και του στρατού των Φιλικών στις Ηγεμονίες, αλλά από τα πρώτα κιόλας χρόνια της δραστηριότητας της Φιλικής Εταιρείας.
Ο ίδιος ο Γεώργιος Λασσάνης, ο στενός ακόλουθος του Αλέξανδρου Υψηλάντη που πολέμησε στο πλευρό του και τον ακολούθησε στις αυστριακές φυλακές, είναι αμείλικτος στην κριτική του. Όλη η ιστορία της Φιλικής Εταιρείας, όλα αυτά έγιναν από σύμπτωση, γράφει . Αλλά ο Λασσάνης δεν ήταν ο μόνος αδυσώπητος κριτής της Εταιρείας. Ο Ιγνάτιος Ουγγροβλαχίας είναι σαφέστατος σε μια επιστολή του, τον Οκτώβριο του 1821, προς το Φιλελληνικό κομιτάτο της Βέρνης. Εκεί, αναφέρει ότι το σύνθημα της επανάστασης δόθηκε από ημιμαθείς τυχοδιώκτες και άμυαλους νέους έχοντας επί κεφαλής τον πρίγκιπα Υψηλάντη…. εν αγνοία του Έθνους».
Τα αποτελέσματα των ενεργειών τους σε όλες τις ελληνικές μεγαλουπόλεις, όπου οι κάτοικοι είναι άοπλοι και εκτεθειμένοι στη μοχθηρία των Τούρκων καταπιεστών τους υπήρξαν τραγικά.. Ακόμη και τον Μάρτιο του 1825, όταν η επανάσταση ήταν σε πλήρη εξέλιξη, γράφοντας προς τους Κουντουριώτες, βρίσκει την ευκαιρία να κατηγορήσει τον Ξάνθο που διέμενε την εποχή εκείνη στην Αγκώνα, ως συνωμότη προεδρεύοντα μιας φατρίας « ήτις θέλει να διοικήση την Ελλάδα με το δικαίωμα ότι εκίνησαν ανοήτως και τυφλά την επανάστασιν και έβαλαν το Γένος εις κίνδυνον…» .
Παρόμοια αντίληψη για την όλη κίνηση και τους Φιλικούς είχε και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Τον Οκτώβριο του 1821 γράφει, από το Μεσολόγγι όπου βρίσκεται, προς τον Δημήτριο Υψηλάντη στην Πελοπόννησο: «… Η εκλαμπρότης της εγνώρισε και δεν είναι χρεία να την ειπώ, ότι ο αυτάδελφός της (Αλέξανδρος) ηπατήθη από ανθρώπους, εις τους οποίους δεν έπρεπεν ούτε ακρόασιν να δώση. Ο Ιγνάτιος και άλλοι πολλοί, εν οις και εγώ, προείδομεν το κακόν, όταν εκ φήμης ηκούσαμεν, ότι γίνονται διάφορα κινήματα. Ηθελήσαμεν να το προλάβωμεν … Ώστε αυτοί οι άνθρωποι(Φιλικοί) και την εκλαμπρότητά της ηπάτησαν και το Γένος ακόμη περισσότερον, διότι η αποστολή των περιωρίζετο εις μίαν απέραντον ψευδολογίαν, της οποίας τώρα βλέπομεν το αποτέλεσμα. Πώς να μη δακρύση τις, όταν ακούη τους αδελφούς του με δάκρυα καταρώμενους τους αιτίους της καταστροφής των; Τώρα πάσχομεν όλοι, και ένοχοι και μη. Λέγω “ένοχοι”, διότι δεν ημπορώ να ονομάσω παρά ενοχήν την κακοήθειαν των ανθρώπων εκείνων, οι οποίοι, ενώ το γένος φανερά επροχώρει, και ελπίζετο ίσως και αναιμωτί η ελευθερία του μετ’ ολίγους ενιαυτούς, επετάχυναν δι ίδια τέλη το πράγμα, ενώ το γένος ήτο ακόμη ανέτοιμον. Και τώρα, αφ’ ου έγινε τόση αιματοχυσία, δεν έχομεν βέβαια την ελευθερίαν μας….»
Παραπλήσιες είναι και οι θέσεις του Κοραή, από το Παρίσι, ο οποίος δεν έβλεπε τη δυνατότητα ενός απελευθερωτικού πολέμου παρά μετά πάροδο πενήντα ετών. Και όταν ο αγώνας θα ξεκινούσε,, ο γέρων από το Παρίσι θα παρακολουθεί με αγωνία την κατάσταση και θα γράψει: το πράγμα ήρχισεν άωρον εις έθνος, το οποίον δεν έχει ακόμη αρκετά φώτα να καταλάβη τα αληθή του συμφέροντα. Αλλά και ο αρχιμανδρίτης Άνθιμος Γαζής, πριν προσχωρήσει τελικά στην Εταιρεία, ανέφερε τα ακόλουθα σε μια επιστολή του, το 1818, προς τον Πάτμιο Εμμανουήλ Ξάνθο: Η Πατρίς έχει χρείαν μαθήσεως και πολιτισμού και χρειάζεται ή ένα Ορφέα, ή ένα Δράκοντα δια να ημερώσει τα άγρια ήθη των ανθρώπων .
Τους νιώθουμε. Νιώθουμε τη στάση των σπουδαίων αυτών Ελλήνων. Κατανοούμε το σκεπτικό τους. Πώς θα επαναστατήσουν οι Έλληνες εάν πρώτα δεν μορφωθούν ώστε και την επανάσταση καλύτερα να οργανώσουν και το κράτος που θα προκύψει απ αυτή ορθολογικότερα να δομήσουν; Πώς θα ξεσηκωθούν όταν τα ανακτοβούλια των αυτοκρατόρων κηρύσσουν την Αρχή της Νομιμότητας και απαγορεύουν κάθε επαναστατική κίνηση; Είναι μια στάση λογική που χαρακτήριζε και τον ίδιο τον Καποδίστρια, ο οποίος υποστήριζε με λόγια, αλλά και έργα σπουδαία (Φιλόμουσος Εταιρεία της Βιέννης) ότι «πρέπει πρώτον να μορφώσωμεν Έλληνας και έπειτα να κάμωμεν την Ελλάδα». Ο Ιωάννης Φιλήμων σχολιάζοντας τη φράση του αυτή παρατηρεί: «Εννόει δε την προηγουμένην χρείαν του να διαδοθώσι τα φώτα τουλάχιστον εις το περισσότερον μέρος τούτων και ότι από μόνην την εκπαίδευιν δύναται να πηγάση αναγκαίως η ανάστασις του Έθνους, ως καρπός ώριμος και όχι άωρος» Αλλά εάν κατανοούμε τη στάση της ιντελιγκέντσιας της εποχής εκείνης, το ίδιο νιώθουμε και κατανοούμε, την αντίθετη θέση που διατυπώνεται στις τελευταίες σελίδες των απομνημονευμάτων του Εμμανουήλ Ξάνθου .
Στην ελληνική ιστοριογραφία γίνεται γενικά δεκτό ότι ο Ξάνθος είχε δύο συναντήσεις με τον Καποδίστρια: τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 1820 . Στην Απολογία του όμως ο Πάτμιος Φιλικός αναφέρει περισσότερες. Κατ’ αρχάς, περιγράφει τον τρόπο που έγινε δεκτός στην Αγία Πετρούπολη από τον υπουργό του τσάρου: «Με πολλήν φιλοφροσύνην και ευγένειαν, ανέγνωσε (ο Καποδίστριας) το (συστατικό) γράμμα του Γαζή, ήκουσε με προσοχήν τα όσα περί του σκοπού δια τον οποίον ο Ξάνθος επήγεν εις αντάμωσίν του και όλα τα της Εταιρείας σχέδια…».. Η συζήτηση συνεχίστηκε μετά από έξι μέρες όπου ο Καποδίστριας εξήγησε για ποιο λόγο δεν θα μπορούσε να αναλάβει την ηγεσία την οποία του πρόσφεραν οι Φιλικοί: «Ο Καποδίστριας απεκρίθη ότι εις ην θέσιν ευρίσκεται δεν εδύνατο να δεχθή μίαν τοιάυτην πρότασιν ούτε να βοηθήση, διότι δεν ήθελε να κομπρομετάρη τον αυτοκράτορα και (έδωσε) διαφόρους συμβουλάς, δηλ. ότι εστοχάζετο καλύτερα οι Αρχηγοί (της Φιλικής) να παύσωσι δια προς ώρας ενεργούντες, έως άλλης ευκαιρίας τινός μεταβολής της τότε πολιτικής, ήτις ήτο να μένουν τα έθνη εις ειρήνην και διότι δεν εστοιχάζετο τους Έλληνας ικανούς μόνους των να ελευθερωθώσιν. […]».
Ο Ξάνθος βέβαια προσπάθησε να τον μεταπείσει αλλά εις μάτην.
Η συνομιλία αυτή «διήρκεσεν έως το μεσονύκτιον […]. Όταν τελικά ο Ξάνθος τον ρώτησε εάν μπορούσε να μείνει στην Πετρούπολη για λίγο χρόνο ακινδύνως, ο Καποδίστριας του απάντησε: «ποιος θα σας ενοχλήση, καθίσατε όσον καιρόν θελήσετε, μάλιστα επιθυμώ, αν αγαπάτε, να σας βλέπω ενίοτε[…] έκτοτε ο Ξάνθος πολλάκις επεσκέφθη αυτόν».
Εάν αντιπαραβάλουμε τα όσα αναφέρει ο Ξάνθος στην Απολογία με εκείνα των Απομνημονευμάτων του, Ο Πάτμιος φιλικός, φαίνεται πως σε μία από τις συναντήσεις αυτές, άκουσε τον Καποδίστρια, μεταξύ άλλων, να του εκφράζει την πίστη του σχετικά με τη μόρφωση ως απαραίτητη προϋπόθεση κάθε απελευθερωτικής προσπάθειας και βέβαια την πλήρη αντίθεσή του προς τους Φιλικούς. Είναι γεγονός ότι μολονότι γνώριζε την όλη κίνηση της Εταιρείας ουδέποτε υπήρξε μέλος της. Δεν είχε πάψει ποτέ ο μεγάλος αυτός Έλλην να εκφράζει ποικιλοτρόπως τα αρνητικά αισθήματά του απέναντί της. Όταν βέβαια ξεκίνησε ο πόλεμος δόθηκε κυριολεκτικά ψυχή τε και σώματι στην εξυπηρέτηση του μεγάλου σκοπού. Στο Laybach, όμως, όπου βρισκόταν για το συνέδριο των κρατών της Ιεράς Συμμαχίας, όταν πληροφορήθηκε την έκρηξη του κινήματος στις Ηγεμονίες λυπήθηκε και είπε: Ιδού μία πρόωρος επανάσταση, η οποία θα καταστρέψει όλες μου τις προσπάθειες για τη μελλοντική ευτυχία της Ελλάδος .
Η θέση του Καποδίστρια πάνω σ αυτό το ζήτημα παρέμενε αμετάβλητη από το 1811 , εποχή κατά την οποία υπέβαλε το Υπόμνημά του στον πρεσβευτή της Ρωσίας Στάκελμπεργκ υπό τις διαταγές του οποίου υπηρετούσε στη πρεσβεία της Βιέννης ως απλός ακόλουθος. Η μόρφωση και ο εκπολιτισμός πάνω απ όλα. Σκοπός του να μορφωθούν και οι κληρικοί όπως εκείνοι των πεφωτισμένων ευρωπαϊκών χωρών. Κατά τον Καποδίστρια λόγιοι και ιερείς είναι οι μόνοι πάνω στους οποίους μπορούν να βασιστούν οι έλληνες. Πίστευε ακλόνητα ότι η ελευθερία θα έρθει με τον εκπολιτισμό και τη μόρφωση. Το επανέλαβε αυτό και στους απεσταλμένους των οσποδάρων Μολδαβίας και Βλαχίας, Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και Παντάζογλου, όταν επισκέφθηκαν το 1818 τον τσάρο Αλέξανδρο στη Βεσσαραβία και ευαγγελίζονταν έναν νέο ρωσοτουρκικό πόλεμο. Ακούστε, τους είπε ο μέλλων κυβερνήτης, ως Έλλην οφείλω να επιθυμώ την ελευθερία των Ελλήνων, αλλά μια ελευθερία που θα αποκτήσουν με τις δικές τους δυνάμεις κι αυτό δεν μπορεί να γίνει εάν προηγουμένως δεν προοδεύσουν προς τον πραγματικό πολιτισμό .
Τις ίδιες θέσεις υποστήριξε και στην Εγκύκλιο Επιστολή του της 6.4.1819, από την Κέρκυρα όπου βρισκόταν. Εκεί, στην επιστολή αυτή, την οποία έστειλε προς τους οπλαρχηγούς και σε άλλα σημαίνοντα πρόσωπα, ξεκαθάρισε τι εννοούσε με τον αληθινό πολιτισμό. Αν και θέτει πλέον μόνον τους κληρικούς αποκλειστικά ως κύριο όργανο της ανατροφής των Ελλήνων και την Εκκλησίας ως το «λίκνο του μέλλοντος της Ελλάδας», αφήνει να διαφανεί και η αποδοχή των δυτικών ιδεών και πολιτευμάτων. Πέραν της θρησκευτικότητάς του, αν διαβάσει κανείς την επιστολή του 1819 με προσοχή, δεχόταν την Αγγλία , Αμερική, Ελβετία ως τα ελεύθερα κράτη που θα μπορούσαν να διδάξουν τον Έλληνα, παράλληλα με τη Ρωσία. «Είναι στην Ελβετία, στην Αγγλία και στην Αμερική, όπου μπορούμε να μάθουμε από την έλξη του παραδείγματος την επιστήμη και την τέχνη της ελευθερίας». Και βέβαια σημειώνει και τα ακόλουθα: «Είναι στη Ρωσία όπου μπορούμε να δούμε πώς από την Εκκλησία προέρχεται η εθνική ευημερία και η πρόοδος του πολιτισμού». Ηθική τελειοποίηση και θεία πρόνοια. Χωρίς αυτά ας μην περιμένουμε την ελευθερία τους οι Έλληνες. Ο «αληθινός πολιτισμός» στη σκέψη του Καποδίστρια ως όρος εκφράζει τη συμπόρευση της νεωτερικότητας με την παράδοση.
Είναι γεγονός, ωστόσο, ότι στην εγκύκλια αυτή επιστολή του ο Καποδίστριας εμφανίζεται περισσότερο ως ηθικιστής φιλόσοφος. Και δεν είναι περίεργο που κάποιοι από τους συγχρόνους του τον θεωρούσαν «περισσότερο φιλόσοφο παρά πολιτικό» και ο μεν Ζουκόφσκι τον αποκαλούσε «Χριστιανό Αριστείδη» ο δε Τουργκένιεφ «έμβλημα του χριστιανισμού» . Ο Μέττερνιχ από τη μεριά του στα δικά του απομνημονεύματα παρουσιάζει αναλυτικότατα την ιδεολογική διαφορά του με τον Καποδίστρια. Μεταξύ άλλων αναφέρει και τα ακόλουθα: «Ο μόνος αντίπαλος που δύσκολα ηττάται είναι ο απόλυτα έντιμος άνθρωπος. Και τέτοιος είναι ο Καποδίστριας». Η υποκριτική αυτή φράση γράφτηκε βέβαια μετά την απομάκρυνση «αυτού του ονειροπόλου ανθρώπου» από τον τσάρο Αλέξανδρο ο όποιος είχε υποκύψει πλήρως στον αυστριακό Καγκελάριο.
Αλλά σε τελική ανάλυση, η προϋπόθεση που θέτει ο Καποδίστριας η οποία θα επέτρεπε κάποια στιγμή την επανάσταση ήταν μάλλον ανέφικτη, όπως παρατήρησε έμμεσα ο Ξάνθος στη συζήτηση που είχε μαζί του. Ιδού πως παρουσιάζει την πραγματικότητα επί του εδάφους, όπως ο ίδιος την κατανοούσε : Όσοι από τους νέους έλληνες έφευγαν για σπουδές στην Ευρώπη, οι περισσότεροι αν όχι όλοι, σπούδαζαν ιατρική. Επιστρέφοντας εξασκούσαν το επάγγελμα προσφέροντας τις υπηρεσίες τους στους πλουσίους Τούρκους και μ’ αυτό τον τρόπο αφ ενός πλούτιζαν και αφ ετέρου ολίγον ησθάνοντο την τυραννίαν, την οποίαν υπέφερεν ο λαός των ομογενών των. Όσοι πάλι σπούδαζαν νομικά ή άλλες επιστήμες, μη μπορώντας να βρουν δουλειά στην οθωμανική αυτοκρατορία έμεναν για πάντα στο εξωτερικό.
Η ύπαρξη των δύο καλυτέρων σχολείων , της Χίου και των Κυδωνιών, καθώς και η μεγάλη πρόοδος των ομογενών στο εμπόριο και το ναυτικό, προκαλούσαν τη ζηλοτυπία των τούρκων οίτινες επερίμεναν την ευκαιρίαν δια να φέρωσι την καταστροφήν. Και εάν αυτή η καταστροφή δεν ήρθε από το 1806, αυτό οφείλεται στη δράση της οικογένειας των Μουρούζηδων και ιδιαίτερα στη δράση του πρίγκιπα Δημητράκη Μουρούζη και στις άοκνες προσπάθειές του να την αποτρέψει. Αμέσως, όμως, μετά τον αποκεφαλισμό του καθώς και εκείνου του αδελφού του, το 1812, και εάν δεν συνέτρεχαν δειναί πολιτικαί περιστάσεις, αλλά και η έκρηξη της Επανάστασης που ανέτρεψε τα σχέδιά τους, η καταστροφή των Ελλήνων ήταν σίγουρη. Και ο ίδιος τόνισε ότι η πρόθεση αυτή των Τούρκων επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι μόλις άρχισε ο ξεσηκωμός, η πρώτη φροντίδα τους ήταν η καταστροφή των σχολείων και ο σφαγιασμός των πεπαιδευμένων Ελλήνων που δεν κατάφερναν να απομακρυνθούν έγκαιρα . Δύσκολα μπορεί κανείς να αρνηθεί την αλήθεια που περιέχουν οι παρατηρήσεις αυτές. Ποτέ καμία καθεστηκυία δύναμη δεν δέχθηκε την εμφάνιση μιας άλλης που θα προκαλούσε την πρωτοκαθεδρία της. Αναγκαστικά θα προσπαθήσει να. την καταστρέψει. Η αρχή αυτή που διατύπωσε ο Θουκυδίδης είναι διαχρονική, εξ ου και, a majori ad minus, οι Τούρκοι δεν θα άφηναν ποτέ τον ελληνισμό να ενδυναμωθεί πνευματικά και οικονομικά. Είχαν όλα τα μέσα να τον καταστρέψουν πριν καταστεί μια δύναμη διαλυτική για τους ίδιους.
Υπάρχουν πάντοτε δύο τουλάχιστον αντίθετα επιχειρήματα για κάθε ζήτημα, ένα υπέρ και ένα κατά. Ο Αριστοτέλης στα Μεταφυσικά του θεωρεί ότι οι αντιφατικές δηλώσεις για το ίδιο πράγμα είναι ταυτόχρονα αληθινές γι’ αυτόν που ακολουθεί την Πρωταγόρεια Αρχή: πάντων χρημάτων είναι μέτρον τον άνθρωπον, των μεν όντων ως έστιν, των δε ουκ όντων ως ουκ έστιν. Η θέση των Καποδίστρια, Κοραή, Ιγνάτιου, Μαυροκορδάτου κ.α., καθώς και η αντίθετη εκείνη των Φιλικών, εμπεριέχουν αλήθειες, είναι και οι δύο αληθινές. Υπερίσχυσε στην πράξη εκείνη των Φιλικών και η Επανάσταση ξεκίνησε – άσχετα αν αργότερα οι άνθρωποι αυτοί, για λόγους σκοπιμότητας, απωθήθηκαν στη λήθη «ως εάν επρόκειτο περί προσώπων ανυπολήπτων και περί οργανώσεως επιβλαβούς εις το έθνος» .
Εντωμεταξύ η πατρίδα που οραματίστηκαν ολοκληρώθηκε σε μεγάλο βαθμό στη διάρκεια των 124 ετών που ακολούθησαν την έναρξη της Επανάστασης. Με πόνους και θυσίες - που αδιόρατα περνούν μέσα από τα ψυχρά διατυπωμένα κείμενα πρωτοκόλλων, συνθηκών και διεθνών συμβάσεων - δημιουργήθηκε, εδραιώθηκε και επεκτάθηκε η Ελλάδα. Αλλά η τροπή που παίρνει σήμερα (2020) το Ανατολικό Ζήτημα, επανέφερε στην επιφάνεια, με άλλη μορφή, τα μεγάλα Εθνικά Ζητήματα που ουσιαστικά δεν έκλεισαν ποτέ.
Εάν στη διάρκεια ενάμισι σχεδόν αιώνα το ποθούμενο ήταν η πραγμάτωση των σταθερών και αμετακίνητων σκοπών της εξωτερικής πολιτικής του ελληνικού κράτους, δηλαδή η απελευθέρωση των υπόδουλων ελληνικών εδαφών, σήμερα το αιτούμενο είναι η υπεράσπιση και διατήρησής τους στον εθνικό κορμό Στην αιώνια ροή του ιστορικού γίγνεσθαι τίποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί κεκτημένο..