Γράφει η Σμαράγδα Μουλιάτη στο περιοδικό ΠΑΤΜΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ του 1972.
Γράψιμο. Το μεράκι με το οποίο γεννήθηκα.
Σε μια γωνιά της Χώρας, απέναντι από την πανοραμική Σκάλα, η ζωγράφος Έλλη Καπαϊτζή, έστησε το καβαλέτο της και χρωμάτιζε τις πρώτες μεσημεριάτικες στιγμές.
«Έρχομαι από το 1950 στο νησί σας. Είμαι από τις πρώτες τουρίστριες. Κάθε φορά, κάθε στιγμή και μια καινούρια γοητεία ανακαλύπτω, που με κάνει να το επισκέπτομαι κάθε χρόνο.
Αυτό το κομμάτι της Σκάλας που σχηματίζει καρδιά, είναι ένα σπάνιο σκίτσο στο χάρτη της Ελλάδος…».
Η κυρία Έλλη εκτός από την ζωγραφική, ασχολείται με την κατεργασία μετάλλων. Φτιάχνει πολύ ωραία μενταγιόν και δαχτυλίδια. Επίσης φτιάχνει ωραία διακοσμητικά με τις πέτρες της Λάμπης τις οποίες επεξεργάζεται καταλλήλως.
Τα πλακόστρωτα γραφικά στενά της Χώρας, χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής της, γέμιζαν το καλοκαίρι με τουρίστες, κατηφορίζοντας από το Μοναστήρι.
Όλοι τους στεκόντουσαν στα καφενεία, είτε για να καμαρώσουν το κέφι που άναβε και τα παιδιά που χόρευαν με τόση λεβεντιά ελληνικούς χορούς, χασάπικο, ζεϊμπέκικο κ.λπ., ή καθόντουσαν στις ψάθινες καρέκλες κι απολάμβαναν γλυκό του κουταλιού ή κανένα μεζέ.
«Πάτμος, πολύ ωραίο νησί», μας είπε ένας οπερατέρ που κινηματογραφούσε τους χορευτές και τις φιγούρες τους…
Η Τρίτη για την Πάτμο, την περίοδο του καλοκαιριού, ήταν χωρίς αμφισβήτηση η πιο όμορφη μέρα. Ξεφεύγαμε από τα συνηθισμένα με κείνη την προσέλευση των επιβατών του «ΟΔΥΣΣΕΥΣ» στο εστιατόριο του Παντελή του Γρύλλη.
Όλοι οι επιβάτες του κρουαζιερόπλοιου απολάμβαναν το Πατινιώτικο φαγητό και την μυρουδιά της θάλασσας, τραγουδώντας και χορεύοντας. Πράγματι το κέφι τους, που δυνάμωνε το βιολί και η λύρα, κρατούσε μέχρι την ώρα που θα έφευγε το «ΟΔΥΣΣΕΥΣ», και τότε… όλοι με συνοδεία τα Πατινιώτικα όργανα, πήγαιναν μέχρι το μουράγιο για να μπουν στο πλοίο.
Εκείνο που οπωσδήποτε έκανε την μεγαλύτερη εντύπωση σε όλους, ήταν τα μικρά πολύχρωμα κηροπήγια με τα κεράκια που βρίσκονταν δίπλα στο σερβίτσιο του καθενός. Αυτές οι εικόνες θα ήταν όμορφο να περάσουν και το άλλο καλοκαίρι.
Χωρίς τις πέτρες της τις πολύτιχρωμες η Λάμπη θα ήταν μια ακρογιαλιά σαν τις άλλες, χωρίς τίποτε το ιδιαίτερο.
Οι αχινοί μόνο θα προσείλκυαν τους παραθεριστάς.
Πάτμος θα πει: Μοναστήρι, Αποκάλυψη, Λάμπη.
Κάθε χρόνο όπως και φέτος (1972) 6 οικογένειες Γάλλων πέρασαν το καλοκαίρι τους στην Λάμπη.
Πολλά παιδιά , ξανθά κεφαλάκια που άπλωναν αχόρταγα τα κορμάκια τους στον ήλιο και έπαιζαν με τις πολύχρωμες πέτρες.
Άνθρωποι ήσυχοι, όπως μας εξομολογήθηκε ο κ. Γιακουμής, διασκέδαζαν με την κιθάρα τους και το υποβρύχιο ψάρεμα.
Φαίνεται ότι την αγαπούν αυτήν την περιοχή γι’ αυτό και δεν κατεβαίνουν συχνά στην Σκάλα. Στην Λάμπη βρήκαν τόσα πράγματα.
Τα τραπέζια στρωμένα, τα μικρά παιδιά με τις ποδίτσες τους, τρώνε ήσυχα το φαγητό τους, χωρίς μουρμουρητά και γκρίνια.
Ωραία εικόνα, την ώρα του μεσημεριάτικου φαγητού.
Και στο τέλος… οι χορδές της κιθάρας θα ξεναγήσουν το πλήθος, στην μουσική των Μπήτλς, των Ρόλλινγκ Στόουνς.
Στην Γαλλία έχουν πολλά να λένε για την γωνιά αυτή της γης, με τις τόσες συγκινήσεις.