patmosweb330

elin330

aegeanlab

Life Style

Βασίλης Γραμματικός: O ΤΣΟΥΜΠΟΣ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ!

 

TSOUMPOS ALONIτης Σμαράγδας Μουλιάτη

Από τη σειρά  ΠΑΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ Έντυπη εφημερίδα ΠΑΤΜΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ Νοέμβριος 2016 Αριθ. Φύλλου 182. 

Ο Βασίλης Γραμματικός ή Τσούμπος όπως τον λέμε και όπως του αρέσει να τον λένε, την τελευταία 35ετία, είναι ένα σημαντικό όνομα στο χώρο της νησιώτικης διασκέδασης για το νησί μας και τα γειτονικά νησιά. Αυτοδίδακτος, με προσωπική τεχνική στο βιολί, μαζί με τα παιδιά του Γιάννη, Μιχάλη και Ρούλα,αυτοδίδακτοι και αυτοί, έγραψαν και γράφουν τη δική τους ιστορία στην μουσική και στο τραγούδι με κεφάλαιο την ψυχή και την καρδιά και όχι τα πτυχία και τη μουσική εκπαίδευση. 

 

Αυτό αποδεικνύεται καθημερινά όταν άνθρωποι που διασκεδάζουν με τη μουσική και το τραγούδι του, τον ευχαριστούν για τις ωραίες στιγμές που τους χάρισε. “Όταν ανεβαίνω στην πίστα αφήνω απέξω ό,τι πρόβλημα, κούραση και στενοχώρια έχω και βλέποντας τον κόσμο, γίνομαι άλλος άνθρωπος” μας λέει.


ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΦΟΥΡΝΟΥΣ ΣΤΗΝ ΠΑΤΜΟ
Στην Πάτμο βρέθηκα γιατί παντρεύτηκα μια Πατινιά. Είχα γνωρίσει τον συγχωρεμένο Γιάννη Γαμπιεράκη το 1964 στο καράβι που μπαρκάρισα, γίναμε τόσο φίλοι που μας έλεγαν αδέλφια. Αυτό που μας τράβηξε ήτανε η αγάπη μας για τη μουσική. Έπαιζα βιολί από οκτώ χρονών. Γι αυτό όταν βγήκα στον Παναμά και στην Ιαπωνία, αγόρασα ένα βιολί και μια κιθάρα και μέσα στο καράβι διασκεδάζαμε τον κόσμο. Όταν λοιπόν ξεμπαρκάρισε ο Γιάννης για να πάει στρατιώτης ξεμπάρκαρα κι εγώ και με προσκάλεσε στο σπίτι του στη Γλυφάδα “ Έλα να πιούμε ένα κρασί και να γνωρίσεις την οικογένεια μου». Εκεί γνώρισα την αδελφή του Ουρανία την οποία και παντρεύτηκα το 1966. Μείναμε στη Γλυφάδα, εκεί γεννήθηκαν τα παιδιά μας Γιάννης, Μιχάλης και Ρούλα”.
Στην Πάτμο ερχόμουνα από δέκα χρονών στα ψαράδικα γρι-γρι του Αναστάση Φλυτζάνι με τον πατέρα μου. Τους κρατούσα τη μαλαστούπα για να φέγγουνε, γιατί δεν είχανε τότε φώτα. Στον Κάμπο που πηγαίναμε να ρίξουμε το δίχτυ, πήγαινα να πάρω νερό και γνώρισα μια γυναικούλα την κερά Δεσποινιώ. Μου έδινε σταφύλια κι εγώ της πήγαινα καλαμαράκια. Όταν ήρθαμε στην Πάτμο παντρεμένοι με την Ουρανία, ξαναείδα αυτή η γυναίκα και έμαθα ότι ήταν θεία της.

TSOUMPOS 4


Η ΜΟΥΣΙΚΗ - ΤΟ ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΟ ΒΙΟΛΙ-                                                                                                                                                                          Είμαι αυτοδίδακτος όπως και τα παιδιά μου. Όταν ζούσαμε στην Αθήνα, επειδή είδα ότι τους άρεσε η μουσική, τα πήγα σε δάσκαλο, αλλά εκείνος μετά από μερικά μαθήματα μου είπε ότι τα παιδιά δεν θέλουνε θεωρία αλλά πρακτική». Έπιασα το βιολί 8 χρονών.7 χρονών, έβαλα σε ένα ξυλαράκι από τη μια και από την άλλη μια πρόκα. Μετά τέντωσα πετονιά ψαρέματος και έπαιζα σκοπό. H γιαγιά μου στους Φούρνους, που την υπηρετούσα γιατί ήταν παράλυτη, όταν με άκουσε να παίζω στο αυτοσχέδιο βιολί, μου έδωσε το μαντολίνο της θείας μου της Σεβαστής που το είχε στο μπαούλο, τυλιγμένο σε μια μαξιλαροθήκη και όσες φορές της το ζήτησα μου έλεγε όχι. «Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη». Επειδή όλοι βλέπανε το ταλέντο μου λέγανε στον πατέρα μου «πάρτου ένα όργανο». «Μου λέει ο πατέρας μου. Βασίλη τι όργανο θέλεις; Βιολί του λέω. Για να μου το πάρει, από τους Φούρνους πήγε στην Αθήνα και δούλεψε στα μπετά. Το αγόρασε με τα πρώτα του λεφτά και μου το έστειλε. Το κούρδισα και ο πρώτος σκοπός που επαιξα στο βιολί ήταν το Αστα τα μαλάκια σου. Δεν μου έδειξε κανένας ούτε πως να το κρατάω. Έπαιζα λαϊκό και δημοτικό. Πρωτοπαίξαμε και τραγουδήσαμε με τον συγχωρεμένο τον κουνιάδο μου τον Γιάννη σε ταβερνάκια στην άνω Γρυφάδα που ήταν γεμάτη Πατινιώτες. Μάλιστα στη Γλυφάδα κάποια στιγμή θέλαμε να παίξουμε με μπουζούκι τσιφτεντέλι, το «Μάγκα από το Βοτανικό» «Στα Τρίκαλα στα δυο στενά»,» το βουνό» «τις Βεργούλες», αλλά οι πελάτες μας δεν θέλανε. Αν θέλαμε λέει μπουζούκια πάμε και στη Βάρη. Έχω πολύ μεγάλο ρεπορτόριο. Καμιά φορά μου λένε, πες αυτό το τραγούδι που έχω να πω πολλά χρόνια, αλλά το θυμάμαι. Τα καλοκαίρια ερχόμασταν στην Πάτμο. Όπου γινότανε πανηγύρι πηγαίναμε. Στην πλατεία, στου Χριστού, στου Σταυρού, όπως γινόταν παλιά.

Η ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ Η ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΠΑΤΜΟ
Πριν εγκατασταθούμε στην Πάτμο έπαιρνα άδεια από τη δουλειά μου και ερχόμασταν μόλις κλείνανε τα σχολεία. Πήγαινα από το 1976 στους Λειψούς στα πανηγύρια και σε γάμους. Εκεί σε έναν γάμο συναντήθηκα με τον τότε ηγούμενο αρχιμ. Ισίδωρο. «Βασιλάκη βλέπω ότι σου αρέσουνε τα νησιά μας και κάθε χρόνο κατεβαίνεις κάτω» μου λέει . Μακάρι γέροντα του λέω να έβρισκα και καμιά δουλειά να μείνω μόνιμα. Στην Αθήνα δούλευα φορτηγατζής σε λατομεία τσιμέντων κ.λ.π. Επειδή οι δουλειές είχανε κόψει, τα γράμματα δεν αρέσανε στα
παιδιά, αποφασίσαμε να κατέβουμε στην Πάτμο μόνιμα τον Ιούνιο του 1981 και όταν ζητήσανε δεύτερο φύλακα στο Μοναστήρι, πήγα με τον συγχωρεμένο και πολυαγαπημένο μας παπά Γιάννη Νικηταρά, τον παπού της γυναίκας μου στον ηγούμενο. Του μίλησε για μένα και με πήραν στη δουλειά, όπου έμεινα δύο χρόνια. Έφυγα επειδή είχα προϋπηρεσία σαν οδηγός και έμαθα ότι θα έδιναν άδειες ταξί για να βοηθήσω και τα παιδιά μου.
Ο τότε ηγούμενος Θεοδώρητος και όλος ο κλήρος με αποχαιρέτησαν, με ένα τραπέζι που έκαναν για την καλή διαγωγή που έδειξα. Όταν ήρθα εδώ με είδανε σαν Θεό. Με αγκαλιάσανε και μένα και την οικογένεια μου. To ίδιo στους Λειψούς και στους Φούρνους. Κάθε βράδυ όπου και να βρισκόμαστε γινότανε γλέντι. Τότε ανακάλυψα ότι τα παιδιά μου, ο 9χρονος Μιχάλης και ο 12χρονος Γιάννης που βλέπανε και ακούγανε όταν κάναμε πρόβες με τους συνεργάτες μου, άρχισαν να παίζουν με τα όργανα. Η κόρη μου η Ρούλα, πρωτοτραγούδησε 5 χρονών στην αγκαλιά μου, νησιώτικο, είδα ότι της άρεσε και την παίρναμε όπου πηγαίναμε στη Νίσυρο και στη Σύμη. Μαζί μας ερχόταν και η γυναίκα μου γιατί τα παιδιά ήταν μικρά. Η Ουρανία η γυναίκα μου με στήριζε πάρα πολύ και χαιρότανε όταν με αγκάλιαζε ο κόσμος και μούδειχνε την αγάπη του. Η Ρούλα όταν έκανε οικογένεια σταμάτησε αλλά και τώρα αν βρεθεί σε κάποια εκδήλωση όπως το Φεστιβάλ Γεύσης, στη γιορτή του Δήμου λέει τραγουδάκια. Και ενώ δεν την καλλιεργεί τη φωνή της κάθε φορά που την ακούω την ακούω και καλύτερη.


ΕΝΤΟΝΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
Κάποτε η διασκέδαση ήταν συνδιασμένη με τις παραγγελίες. Τώρα όχι . Κάποτε ρίχνανε λεφτά στην ορχήστρα, αλλά εδώ και πολλά χρόνια με την κρίση αλλά και πριν από αυτή, δεν έχει τέτοια πράγματα. Ακόμα και στους γάμους, που μετά την τούρτα έπεφτε το πρώτο βάλς, σηκωνότανε ο μπαμπάς, η μαμά, ο κουμπάρος, η κουμπάρα, τα αδέλφια, ρίχνανε στην ορχήστρα κι εμείς κρατούσαμε το βάλς μέχρι να σταματήσουνε. Θυμάμαι ότι παλιά οι παραγγελίες γινόντουσαν αφορμή για φασαρίες στους γάμους και στα μαγαζιά γιατί όλοι θέλανε να παίξουμε την παραγγελία τους αμέσως. Στη διασκέδαση Φούρνοι και Λειψοί δεν θα τους πιάσει άλλο νησί. Σε ένα γάμο στους Φούρνους με είχανε τρελλάνει. Δίνανε την παραγγελία και ενώ τους έλεγα ότι μετά από μια ώρα θα την παίξουμε, μετά από 5 λεπτά ερχότανε. Άργησες. Θα σε κάνω θα σε δείξω, θα τα σπάσω. Λέω του γαμπρού δεν μπορώ, γράφε εσύ τις παραγελίες αλλά και αυτός δεν άντεξε και μου έδωσε πίσω το τετράδιο. Στους Φούρνους έχω να πάω 12 χρόνια, από τότε που έχασα τους γονείς μου. Κι αυτό είναι το παράπονο τους. Με παίρνουν να πάω σε γιορτή σε πανηγύρι αλλά τους λέω: Παιδιά δεν μπορώ σας ευχαριστώ πολύ.


ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ ΟΙ ΤΣΟΥΜΠΟΙ
Από τότε που άνοιξε το Αλώνι γίναμε συγκρότημα με τα παιδιά μου. Ο Μιχάλης ήταν 10 χρονών έπιασε για πρώτη φορά αρμόνιο και 13 χρονών ο Γιάννης την κιθάρα. Μαζί είχα τον Γιάννη Γρύλλη και το Θανάση Βασιλάκη στα ντραμς που ήτανε η μασκώτ του συγκροτήματος. Όλος ο κόσμος έχει αγαπήσει και μένα και τη δουλειά μου. Ο Αγά Χαν είχε έρθει στο ΑΛΩΝΙ μια βραδιά που έπαιζα και φυσικά άκουσε τα εγγλέζικα που λέω στο μαγαζί. Την άλλη μέρα που τυχαία συναντηθήκαμε μου λέει γελώντας. Που έμαθες εσύ αυτά τα καλά Εγγλέζικα; Μόνος μου του απάντησα γελώντας και γω. Πολύ καλό, πολύ καλό μου λέει. Συγχαρητήρια μου έδωσε και ο ιστορικός Κώστας Σταματόπουλος . Όταν μας ακούνε όπου και νάμαστε μόνο αυτόγραφα δεν μου ζητάνε. Μου τηλεφωνούν, για να με ευχαριστήσουνε για την ωραία βραδιά που πέρασαν. Αυτό που χαίρομαι είναι ότι τα νέα παιδιά μαγαπάνε και τ αγαπώ. Ενώ διασκεδάζουνε διαφορετικά, όταν τύχουν σε γλέντι που παίζουμε,ακούνε το Μιχάλη το γιο μου που ξέρει και τα καινούργια και ξεχνάνε να φύγουνε.


Ο ΤΣΟΥΜΠΟΣ
Το όνομα Τσούμπος είναι παρατσούκλι, προέκυψε από τη νονά της γιαγιάς μου μια Κύπρια που ήτανε κοντή και τη λέγανε ζουμπά. Από ζουμπά, πήγε ζούμπα, και τελικά τσούμπα. Ο πατέρας μου λοιπόν ο Γιάννης της τσούμπας, έγινε τσούμπος. Εγώ το τσουμπάκι. Τσούμπος έγινε εδώ. και πολλοί δεν ξέρουνε ότι με λένε Γραμματικό.
Κάποτε πήγα να αλλάξω το επώνυμο μου στο πρωτοδικείο, αλλά δεν μου το αλλάξανε γιατί είχανε γεννηθεί τα αγόρια μου. Στο μοναστήρι που δούλευα, κάθε μήνα πήγαινα να πληρωθώ και ο π. Πολύκαρπος που τότε ήταν ταμίας, μου έλεγε. Βάλε μία υπογραφή εδώ. Την έβαζα και έφευγα. Μια φορά τυχαία αακάλυψα ότι υπέγραφα Τσούμπος Βασίλειος. Πολύκαρπε του λέω Τσούμπο με γράφεις ; Γραμματικός είναι το όνομα μου. Είμαι πολύ ευχαριστημένος εδώ στην Πάτμο. Με αγαπήσανε μικροί και μεγάλοι αληθινά και τους αγαπώ κι εγώ και τους ευχαριστώ όλους που με έχουν υποστηρίξει τόσο πολύ ως εδώ που έχω φτάσει και συνεχίζω.