Στο τέλος η ομιλία του καθηγητή Βυζαντινής Μουσικής κ. Γιώργου Τσαπράνη.
Φωτό: Η εικόνα των Τριών Ιεραρχών στη Μεγάλη Παναγιά Χώρας Πάτμου
φωτορεπορτάζ της Σμαράγδας Μουλιάτη
Με την ονομασία Τρεις Ιεράρχες αναφέρονται τρεις άγιοι και Θεολόγοι της Ορθόδοξης Χριστιανικής πίστεως, προστάτες των γραμμάτων και των μαθητών, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Βασίλειος ο Μέγας και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός ή Θεολόγος.
Αναδείχθηκαν Πατέρες της Εκκλησίας και Άγιοι. Η σοφία και η δράση τους, τους έδωσε τον τίτλο των Μεγίστων Φωστήρων, όπως ψέλνεται και στο τροπάριό τους:
«Τους Τρεις Μεγίστους Φωστήρας Της Τρισηλίου Θεότητος...».
Οι διαδικασίες καθιέρωσης της εορτής ως εκπαιδευτικής συνδέονται με το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, όταν σε συνεδρίαση του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου στις 9 Αυγούστου του 1841, η οποία πραγματοποιήθηκε με αφορμή τον θάνατο του καθηγητή του ιδρύματος Δημήτριου Μαυροκορδάτου και δωρεάς στο Πανεπιστήμιο Αθηνών της οικίας του θανόντος από τον πατέρα του, θέλησαν να τον τιμήσουν. Τελικά προκρίθηκε η καθιέρωση μνημοσύνου υπέρ των ευεργετών του Πανεπιστημίου κατά την Εκκλησιαστική Εορτή των Τριών Ιεραρχών. Ο πρώτος Εορτασμός-μνημόσυνο πραγματοποιήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 1842. Η πραγματική θεσμοθέτηση της εορτής όμως θα καθυστερήσει: θα πραγματοποιηθεί το 1911 όταν το ανώτατο αυτό ακαδημαϊκό ίδρυμα θα αποκτήσει τον καινούργιο οργανισμό του και μέσα σε αυτόν θα προσδιορίσει και τις εορτές του.
Μέχρι και πριν μερικά χρόνια στη γιορτή των Τριών Ιεραρχών τα σχολεία δεν έκαναν μάθημα είχαν αργία και εκκλησιαζόντουσαν οι μαθητές με τους εκπαιδευτικούς. Το νέο εκπαιδευτικό σύστημα τα τελευταία 2 χρόνια κατάργησε την αργία για τον εκκλησιασμό και τον αντικατέστησε με ομιλίες και εκδηλώσεις για την εορτή.
Στην Πάτμο, οι Τρεις Ιεράρχες γιορτάστηκαν στον Δημοτικό Ιερό Ναό Μεγάλης Παναγιάς χοροστατούντος του καθηγουμένου κ. Κύριλλου με μνημόσυνο των δωρητών του Δήμου, των Ιδρυτών, Αφιερωτών και Ευεργετών των Σχολών της Πάτμου.
Έψαλε η χορωδία των σπουδαστών της Πατμιάδος Εκκλησιαστικής Σχολής. Παρέστησαν, ο πρόεδρος του Δημ. Συμβουλίου, οι αντιδήμαρχοι, ο πρόεδρος του ΔΗΛΙΤΑΠ, ο διοικητής του ΤΕΘ Πάτμου, ο υποδιοικητής του Α.Τ., κ.α.
Τον πανηγυρικό της ημέρας με τη ζωή, τα έργα και τις παρακαταθήκες των Τριών Ιεραρχών εκφώνησε καθηγητής Βυζαντινής μουσικης της Πατμιάδος κ.Γιωργος Τσαπρανης.
Την εορτή τίμησε και ο πρώην Δήμαρχος Ρόδου και πρ. αντινομάρχης κ. Φώτης Χατζηδιάκος υποψήφιος στις βουλευτικές εκλογές με το ΠΑΣΟΚ στη Δωδεκάνησο.
Μετά την θεία Λειτουργία ο Δήμος παρέθεσε δεξίωση στο Δημαρχείο.
Ομιλία για τους Τρεις Ιεράρχες του καθηγητή Βυζαντινής Μουσικής κ. Γιώργου Τσαπράνη
«Ο τέλειος άνθρωπος», γράφει ένας μεγάλος διανοητής, «θα ήταν αυτός που είναι συγχρόνως ποιητής, φιλόσοφος, επιστήμων, ενάρετος. Και αυτό όχι κατά διαστήματα και σε ιδιαίτερες στιγμές, μα συγκεντρώνοντας όλα αυτά τα γνωρίσματα σε κάθε στιγμή της ζωής του». Και είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι είμαστε λειψοί, κομμάτια ανθρώπων, όπως έλεγε ο ΄Εμερσον.
Όταν μετά την απελευθέρωση το Ελληνικό κράτος σύστηνε το πρώτο του Πανεπιστήμιο, αναζήτησε να προβάλλει ως προστάτη των Γραμμάτων έναν τέλειο άνθρωπο, χωρίς διάκενα που θα ενώνει αρμονικά όλα αυτά τα δυσκολοσύνθετα στοιχεία. Και βρήκε μία ιερή τριάδα ιεραρχών. Τρεις μορφές, από εκείνες τις λίγες, που καταφέρνουν να σπάζουν τα στεγανά του χρόνου και να μην τους καταπίνει η λήθη. Ήταν μία επιλογή σοφή και φωτισμένη, γιατί στο πρόσωπό τους προέτασε όχι μόνο τον ποιητή, το φιλόσοφο, τον επιστήμονα, τον ενάρετο, αλλά και το σοφό διδάσκαλο, το θαυμάσιο ρήτορα, το χαρισματικό ηγέτη, τον ακαταπόνητο μαχητή, τον ακούραστο κοινωνικό εργάτη.
Η ιστορία κράτησε φυλαχτό τα ονόματά τους και η εκκλησία έβαλε δίπλα σ’ αυτά τους χαρακτηρισμούς: Μέγας για τον Βασίλειο, Θεολόγος για τον Γρηγόριο, Χρυσόστομος για τον Ιωάννη.
Διάνοιες προικισμένες με σπάνια διανοητικά χαρίσματα, από την παιδική τους ηλικία διψούσαν για μάθηση. Αυτή η ασίγαστη δίψα τους οδήγησε σ’ όλες τις φημισμένες σχολές της εποχής τους. Η Αθήνα του τετάρτου αιώνα, παρά την ηθική της παρακμή, συνέχιζε να αποτελεί το πιο ανθηρό κέντρο γραμμάτων και τεχνών και να προσελκύει τα δυνατότερα πνεύματα. Εκεί οι Καππαδόκες Βασίλειος και Γρηγόριος σπούδασαν μαζί, επιλεκτικά ο καθένας, φιλοσοφία, ρητορική, νομικά, μουσική γεωμετρία, αριθμητική, αστρονομία, ιατρική. Κι όπως σημειώνει ο Γρηγόριος για το φίλο του Βασίλειο, οι επιδόσεις του σ’ όλες τις επιστήμες ήταν τόσο μεγάλες, όσο δεν παρουσίαζαν οι άλλοι μόνο σε μία. Όσο για τον Γρηγόριο, ήταν τόσο ικανός ρήτορας, ώστε ενώ φοιτούσε ακόμα, του δόθηκε καθηγητική έδρα της ρητορικής. Ενώ για τον λίγο μεταγενέστερο Ιωάννη, με το χειμαρρώδη ρητορικό λόγο, έλεγε ο περίφημος δάσκαλος του εθνικός Λιβάνιος: «Τον Ιωάννη θα άφηνα διάδοχο μου αν δε μου τον είχαν κλέψει οι χριστιανοί».
Μετά τις σπουδές ακολουθούν το επάγγελμα του δικηγόρου με μεγάλη επιτυχία, όμως γρήγορα το εγκαταλείπουν. Η ζωή γεμάτη πλούτο, τιμή και δόξα ανοίγει διάπλατα τις πύλες της για να μπουν θριαμβευτές, περιμένοντας μονάχα ένα δικό τους νεύμα. Μα το καθαρό τους πνεύμα και η φλογερή τους καρδιά ξαναμμένα από τη λάμψη μιας άλλης, παράλογης κατά κόσμο, απόφασης είναι αλλού στραμμένα. Δε δίνουν απλώς μια συγκατάθεση δίνονται ολόκληροι. «Αν θα είμαι του Θεού, θα είμαι ολοκληρωτικά δικός του», είπαν, και ρίχτηκαν στην περιπέτεια του ευαγγελίου. Δε μπορούσε να γίνει διαφορετικά, γιατί στις σπάνιες καρδιές η προσφορά δεν αρκείται σε κάποιο ποσοστό, αναπαύεται στο ολοκλήρωμά της!
Γόνοι ευπόρων οικογενειών και οι τρεις μοιράζουν τη μεγάλη τους περιουσία στους φτωχούς και αποσύρονται στη μόνωση. Ζουν αποτραβηγμένοι σε σιωπή και περισυλλογή, σαν το σπόρο του σταριού που κρύβεται κάτω από τη γη και το χιόνι τους ατέλειωτους μήνες του χειμώνα, για να προετοιμάσουν τον άφθονο χρυσό καρπό του θερισμού. Ρίχνονται στη μελέτη της Αγίας Γραφής και στη σπουδή της θεολογίας. Πάνω στη γνώση της αρχαίας φιλολογίας ακουμπά η πλατειά θεολογική μόρφωση και συμπληρώνουν θαυμαστά τη διανοητική τους φαρέτρα. Έτσι, ο δικανικός ρήτορας μεταπλάθεται σε υπέροχο ερμηνευτή, σε μεγάλο δογματικό, σε σοφό ανατόμο της ανθρώπινης ψυχής.
Φλογισμένοι από την εσωτερική φωτιά του Πνεύματος και με πλούσια την εμπειρία της ασκητικής ζωής εισέρχονται στην τάξη του κλήρου. Το επισκοπικό αξίωμα τους βρήκε σκυμμένους στη μελέτη, στον πόνο του λαού, στη διακονία στους δρόμους.
Έζησαν σ’ ένα ταραγμένο κόσμο. Από το ένα μέρος η αθλιότητα και η ειδωλολατρία σα φρόνημα και ζωή να τυραννά τον άνθρωπο και από το άλλο η αίρεση να υποκαθιστά την αλήθεια με το ψέμα και την πλάνη. Και οι τρεις με το κρυστάλλινο ευαγγελικό μήνυμα αγωνίζονται να κρατούν ανοιχτούς τους ορίζοντες μπροστά στα μάτια των ανθρώπων. Διδάσκουν την αλήθεια με λόγια και με έργα και πασχίζουν για τη φανέρωσή της μέχρι την εξουθένωσή τους.
Για να μπορέσουν όμως να δώσουν αυτά που ζούσαν ήταν απαραίτητος ο ανθρώπινος λογισμός, έπρεπε να ντυθούν γήινο ένδυμα, κι έτσι επιστράτευσαν την ανθρώπινη σοφία που είχαν τρυγήσει από καιρό. Αγαπούσαν την κλασσική παιδεία και την αξιοποίησαν γιατί ήθελαν την αλήθεια δοσμένη με κάλλος. «Κι αν η αλήθεια του Χριστού είναι ο καρπός», δίδασκε ο Μ. Βασίλειος, «η κοσμική σοφία είναι το φύλλωμα που προσδίδει στο δένδρο την ομορφιά του». «Κι όταν συναντούμε σ’ αυτήν κάτι βλαβερό», συμβούλευε τους νέους, «θα το απομακρύνουμε όπως τα αγκάθια από το τριαντάφυλλο».
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι γνώρισαν και τίμησαν καλύτερα από κάθε άλλον τον άνθρωπο. Γιατί δεν τον σπούδασαν μόνο μέσα στις φιλοσοφικές σχολές, αλλά και μέσα στην κοινωνία όπου εργάστηκαν υπηρετώντας τον με ανιδιοτέλεια. Βασικός στόχος της διδασκαλίας τους ήταν να καταδείξουν «της φύσεως του την ευγένεια». «Κι αν είσαι δούλος», έλεγε ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «δε σε καταφρονώ, είσαι άνθρωπος. Για σένα απλώθηκε ο ουρανός, για σένα ο ήλιος φέγγει, για σένα τρέχουν οι πηγές κι η θάλασσα απλώνεται απέραντη…κι ακόμη περισσότερο ο μονογενής Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος ο Δεσπότης εσφάγη κι έχυσε το αίμα του για σένα…». Τονίζουν τη θεία του καταγωγή και θεωρούν ύψιστη τιμή την κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση δημιουργία του. Γι’ αυτό ο Μ. Βασίλειος απερίφραστα φωνάζει: «Απόφευγε τις φλυαρίες των φιλοσόφων που δε ντρέπονται να βάζουν στην ίδια μοίρα την ψυχή τους με το σκύλο».
Κι αυτόν τον άνθρωπο που τον έστησαν με τη διδασκαλία τους στο πραγματικό του ύψος, έσκυψαν και τον υπηρέτησαν με όλο τους το είναι σαν αδελφοί και σαν πατέρες με φίλτρο και στοργή μάνας. Δραστηριοποιήθηκαν σε αφάνταστο βαθμό για τα κοινωνικά προβλήματα, τις πληγές, την αθλιότητα, τις ανισότητες. Πόνεσαν για το φτωχό, το ορφανό τη χήρα, τον άρρωστο, τον αιχμάλωτο, το ξένο, το φυλακισμένο μα και τον απορριγμένο στην άσωτη ζωή. «Ψωμί στο φτωχό», φωνάζει ο άγιος Ιωάννης. «Δός ἄρτον τῶ πεινώντι, ἰμάτιον τῶ γυμνῶ, σκέπην τῶ ξένω…Οὐκ ἔχεις ὀβολόν; δός ποτήριον ψυχροῦ ὕδατος». Όταν ήταν ανάγκη ακόμη και το χρυσάφι του ναού δε δίστασε να δώσει και να το κάνει μπουκιές για τους φτωχούς. «Η Εκκλησία», έλεγε, «δεν είναι χρυσωρυχείο. Τι ωφελεί να είναι ο ναός γεμάτος με χρυσά σκεύη όταν ο Χριστός πεινάει; Θέλετε να τον τιμήσετε; Τιμήστε τον στα πρόσωπα των φτωχών».
Στιγματίζει τη χλιδή των αρχόντων, τις ακολασίες των πατρικίων, την ασυλλόγιστη σπατάλη των μεγιστάνων, την κοσμική προκλητική ζωή ορισμένων κληρικών, την ακόρεστη φιλοδοξία των ευπόρων γυναικών.
Όταν μιλούσε για την αγάπη και την ελεημοσύνη γινόταν θαρρείς δυο φορές Χρυσόστομος. Μια αγάπη που έτρεφε κάθε μέρα στην Κωνσταντινούπολη εφτά χιλιάδες πεινασμένους. Μια ολόκληρη πόλη να συντηρείται από την πνοή ενός ανθρώπου!
Ο Μ. Βασίλειος άλλοτε παρακαλώντας κι άλλοτε μαστιγώνοντας με το λόγο του γκρέμισε τις αποθήκες των πλουσίων όχι για να οικοδομήσει «μείζονας» αλλά για να χτίσει τη δική του πόλη και να καταφεύγει εκεί το ορφανό, ο φτωχός ο άρρωστος, ο πεινασμένος, ο λεπρός. Δεν κήρυξαν μόνο, ζώστηκαν την ποδιά και υπηρέτησαν νύχτα μέρα τον ανήμπορο. Με τα ίδια χέρια που τον ευλογούσαν, μ’ αυτά και τον υπηρετούσαν.
Άνθρωποι υφασμένοι σε εντελώς διαφορετική στόφα ο καθένας, έταξαν τη ζωή τους στον ίδιο σκοπό. Να ξεφορτώσουν στις ψυχές των ανθρώπων τον ουρανό που έφεραν οι ίδιοι μέσα τους, ώσπου έπεσαν συντετριμμένοι κάτω από το βάρος του. Ο κόσμος είχε κουραστεί από τη δυνατή τους παρουσία. Ήταν τόσο μεγάλοι που δεν τους άντεχε. Σιωπηρά ήθελε το θάνατό τους.
Ο Βασίλειος ο Μέγας, ο άρτιος άνθρωπος, ο ισχυρός χαρακτήρας, ο χαρισματικός ηγέτης, το ιερό αυτό θηρίο, καταπονημένος από την άσκηση και την έντονη δραστηριότητα πρόωρα, σε ηλικία 49 ετών, παραδίδει το πνεύμα του.
Ο Γρηγόριος ο θεολόγος, η ευαίσθητη ποιητική ψυχή, που ζούσε για να προσεύχεται, να κλαίει, να αγαπάει και να περιαυγάζεται από το θείο φως, εγκαταλείπει πικραμένος τον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως για την ειρήνη της εκκλησίας και τελειώνει τη ζωή του «ἑαυτῶ καί τῶ Θεῶ συστρεφόμενος», θαμμένος μέσα στο χιόνι σ’ ένα ταπεινό ασκητήριο της Καρβάλης.
Και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο επιβλητικός στο λόγο, που έλιωνε μέσα στους αγώνες μ’ έναν απτόητο ζήλο, αλλά και ο τρυφερός στους φίλους και επιεικής στους εχθρούς, κυνηγημένος από την κακία των παλατιανών και ανάξιων επισκόπων, τελειώνει τη ζωή με τα λόγια «δόξα τῶ Θεῶ πάντων ἔνεκεν», εξόριστος στα βάθη της Αρμενίας σα μεγαλομάρτυρας κι ας μην υπήρχαν πλέον διωγμοί. Οι αετοί θυσιάστηκαν για τις όρνιθες!
Ήταν σοφή και φωτισμένη η επιλογή των τριών Ιεραρχών να αποτελέσουν τους προστάτες των Γραμμάτων. Όχι γιατί πέτυχαν μία αρμονική σύζευξη της ελληνικής παιδείας με τη χριστιανική πίστη. Ούτε γιατί μας άφησαν εκατοντάδες σοφά έργα μέσα στα οποία ανακαλύπτουμε τις βασικότερες παιδαγωγικές αρχές που ισχύουν μέχρι σήμερα. Ούτε ακόμη για το τεράστιο κοινωνικό τους έργο που φανερώνει σε άριστο βαθμό τον «καλό καγαθό άνθρωπο». Είναι που κοντά σ’ όλα αυτά τα θαυμαστά, προβάλλεται μπροστά μας ο άγιος.
Μπορεί τα σύγχρονα εκπαιδευτικά συστήματα να φτιάχνουν επιστήμονες, σοφούς, καλλιτέχνες, αλλά δε δημιουργούν αγίους. Σκοπός της παιδείας όμως είναι η δημιουργία της ολοκληρωμένης προσωπικότητας. Η αναζήτηση του αγίου.
Στη σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης, οι τρεις μεγάλοι διδάσκαλοι που τιμούμε, μας δίνουν το μήνυμα, πως μπορούμε να επιβιώσουμε στην χωρίς σύνορα εποχή μας, όπως τυπικά ανάλογη υπήρξε η εποχή των Τριών Ιεραρχών, μιμούμενοι το ήθος, την αγωνιστικότητα και τον τρόπο της ζωής τους, συνδεόμενοι με το νήμα που μας δένει μαζί τους. Η σύνδεσή μας με την παράδοση των Τριών Ιεραρχών αποτελεί ίσως τη μόνη ελπίδα για την διατήρηση της ταυτότητας μας, αλλά και την αναμόρφωση του δυτικού κόσμου, ο οποίος κουρασμένος από τα αδιέξοδα του σύγχρονου πολιτισμού προσβλέπει με πόθο στην Ανατολή, αναζητώντας γνήσιες και αυθεντικές εμπειρίες.
πηγή: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ