Δημιουργήθηκε : Τρίτη, 23 Ιανουαρίου 2007 02:00 | Γράφτηκε από τον/την Δέσποινα Βακράτση
Ήταν ένα βράδυ με κόκκινο κρασί και ωραίο φαγητό στο σπίτι της Σμαράγδας και του Κώστα, που δώσαμε τα χέρια σε μια συμφωνία : Να γράφω κάθε μήνα στην εφημερίδα τους. Μια ιστορία, παλιά ή καινούργια, ένα γεγονός που μου εντυπώθηκε, που με συγκίνησε, ιστορίες -ή και μύθοι- ανθρώπων, σπιτιών, εκκλησιών, τοπίων.Κάθισα, σκέφτηκα κι είπα να δώσω έναν τίτλο ,που θα με βοηθήσει να βάλω τάξη στα πράγματα, γιατί είμαι λίγο ανοργάνωτη από χαρακτήρα, παίρνω δρόμο και πάω.«Ιστορίες του τόπου μου» λοιπόν, όπως το θέλει η καρδιά, γιατί δίχως αυτή δεν προχωρώ. Να, λόγου χάρη, άλλα είχα κατά νου να γράψω κι άλλα βλέπω να βγαίνουν στο χαρτί.Ίσως να ’ ναι και οι γιορτινές μέρες που μας πάνε πίσω στο χρόνο. ΄Η ο ίδιος ο χρόνος, που αλλάζει τις γιορτές. Δεν κυλά το ίδιο σταθερά κι ούτε έχει την ίδια ποιότητα, αλλά μας αναγκάζει να θυμηθούμε τα περασμένα, φορτωμένος αναμνήσεις.Γεμίζει η ψυχή. Νόστος. Για μια εποχή που ο χρόνος, κυλούσε αργά κι όλα αφήνονταν να μεγαλώσουν στην ώρα τους. Τότε που η ζωή, χώρος και χρόνος, δεν ήταν συμπύκνωμα. Που παρόλη την κούραση από τα καθημερινά, μας περίσσευε χρόνος και χώρος, για κουβέντα ζεστή, για τραγούδι, για περιπάτους γεμάτους ρεμβασμούς και περισυλλογή. Για φιλικές συναντήσεις στα σπίτια τα βράδια, αποσπερίδες τις λέγαμε, ιδίως τον χειμώνα με τις μακριές, παγωμένες νύχτες.Τούτες τις αποσπερίδες θυμήθηκα, που κοντά στα Χριστούγεννα γίνονταν πιο πυκνές, πιο συναρπαστικές, γεμάτες καλούδια. Τότε που οι σχέσεις των ανθρώπων, ήταν γνήσιες, αγαπησιάρικες, γεμάτες προσφορά. Τότε που οι άνθρωποι, μέσα στις προσωπικές τους έγνοιες, τα βάσανα, την φτώχεια, τις κόντρες, τις αντιζηλίες και τις έχθρες ακόμα, κάτι παραπάνω είχαν από μας : είχαν νόημα ζωής.Τέτοιες μέρες νοσταλγώ, εκείνες τις παλιές εποχές. Τα Χριστούγεννα., του άη Βασιλιού, τα Φώτα, του άη Γιαννιού. Τη χαρά την παιδική των εορτών, που άνθιζε και στων μεγάλων τις καρδιές.Θα πείτε, ίσως, μα και σήμερα με χαρά περιμένουμε τις εορτές των Χριστουγέννων. Θα πω όχι. Οι έννοιες, οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους. ΄Όταν ο άνθρωπος χάσει το νόημα της ζωής, το χάνει και η γλώσσα.Τα παιδιά και σήμερα περιμένουν τον άγιο Βασίλη. Μα ποιον άγιο Βασίλη; ΄Έναν χοντρούλη, με καταναλωτικά αγαθά στα χέρια. Προτάσεις δώρων, που την άλλη μέρα θα πεταχτούν, σε καλάθι αχρήστων. Ο άγιος Βασίλης όμως, έρχεται από την Καισαρεία, ασκητικός, σοφός. Κρατά εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι, φέρνει γνώση.Γίνομαι παλιομοδίτικη; Παλιοκαιρίτισα; Μπορεί. ΄Όμως αναρωτιέμαι: που έχουμε εγκλωβιστεί; ή που μας έχουν εγκλωβίσει; Μα λοξοδρόμησα θαρρώ. Σας το είπα: Παίρνω το δρόμο και πάω. ΄Ήταν, για να επανέλθω, οι αποσπερίδες συνήθεια. Τα βράδια, όταν οι δουλειές έπαιρναν τέλος, μαζεύονταν οι άνθρωποι σε σπίτια συγγενικά, φιλικά, -σήμερα στο σπίτι μου αύριο στο δικό σου- να περάσει το βράδυ συντροφιασμένα, -ως που να πάμε για ύπνο-.Το σπίτι της γιαγιάς μου της Ζαχαρώς, μάζευε κόσμο πρωί απόγευμα και βράδυ. Για τούτο και για κείνο, ποτέ δεν άδειαζε. Τα βράδια μαζευόμασταν, στη μεγάλη κουζίνα τις καθημερινές, (γύρω από το μαγκάλι), στην τραπεζαρία τις «σχόλες». Γιαγιά, παππούς, γονείς, αδέλφια, θείοι, θείες, γείτονες, συναντιόμασταν, με παραμύθια κι ιστορίες, πότε χαρούμενες πότε πικρές, ανάμεσα στο «βραστικό» ή το κάστανο που ψήνονταν στη χόβολη, τα χαρούπια που έφερνε ο μπάρμπας ο Αντρίκος από το Γερανό και τα στραγάλια που έκρυβε η γιαγιά στο ντουλάπι με τα γλυκά και μας τα έδινε λίγα-λίγα. Εκεί διαβάζονταν και ξαναδιαβάζονταν τα γράμματα των ξενιτεμένων, εκεί σχολιάζονταν τα γεγονότα, λογοκριμένα τα ακατάλληλα για μας τα παιδιά, που προσπαθούσαμε ανάμεσα σε μισές κουβέντες να εξιχνιάσουμε τα μυστήρια.Απ την αρχή της νηστείας του σαραντάμερου των Χριστουγέννων, μπαίναμε στην πιο γλυκιά περίοδο του χειμώνα. ΄Έγνοια, όλα να γίνουν όπως έπρεπε: να καθαριστεί τέλεια το σπίτι, να στρωθούν τα γιορτινά, να ετοιμαστούν τα χριστουγεννιά