Ο εξοβελισμός της Προτομής του Εμμανουήλ Ξάνθου του Πάτμιου από την ιστορική της θέση ως τον τρίτο των ιδρυτών της Φιλικής Εταιρείας στην πλατεία ΦΙΛΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ (ΠΛΑΤΕΙΑ ΚΟΛΩΝΑΚΙΟΥ) και η αντικατάσταση της από την μπρούντζινη προτομή του Αλέξανδρου Υψηλάντη που τοποθετήθηκε από τον εκ μητρός απόγονο των Υψηλαντών, Ευάγγελο Μαρινάκη, εφοπλιστή και πρόεδρο του Ολυμπιακού) ανάμεσα στις προτομές του Σκουφά και Τσακάλωφ, αποδεικνύει το πόσο εύκολα παραποιήθηκε η ιστορία γιατί κάποιοι το θέλησαν και το επιδίωξαν για προσωπικούς λόγους.
Το 2021 ετοιμάζονται γιορτές για τα 200 χρόνια από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, όμως η ιστορία συνεχίζει να παραποιείται, να βανδαλίζεται και παρά τις παρεμβάσεις: του προέδρου των Δωδεκανησιακών Σωματείων Αθηνών-Πειραιώς , τα έγγραφα και τις παραστάσεις στο Δήμο Αθηναίων, του συλλόγου των ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΠΑΤΜΙΩΝ ΕΜΜ. ΞΑΝΘΟΣ Ο ΦΙΛΙΚΟΣ και της εφημερίδας του ΠΑΤΜΙΑΚΗ , ιστορικών όπως του κ. Ζέφυρου Καυκαλίδη, του δημάρχου κ. Ματθαίου Μελιανού και της εφημερίδας μας ΠΑΤΜΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ με πολλά δημοσιεύματα, εξακολουθεί η προτομή του Ξάνθου μας να βρίσκεται εκτός της ιστορικής της θέσης.
Αυτό όμως που μας προβληματίζει είναι ο τομέας πολιτισμού της Πάτμου που εκπροσωπείται από το ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΔΗΜΟΥ ΠΑΤΜΟΥ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΚΑΝΕ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΤΙ ΓΙΑ ΑΥΤΟ;
Διαβάστε παρακάτω το ιστορικό ντοκουμέντο του κ. Ζέφυρου Καυκαλίδη που κατά αποκλειστικότητα η patmostimes δημοσιεύει.
Ανταπόκριση από την πλατεία Φιλικής Εταιρείας του Ζἐφυρου Καυκαλίδη.
Η πλατεία Φιλικής Εταιρείας, η γνωστή σε όλους ως πλατεία Κολωνακίου, πλήρως εγκαταλελειμμένη δηλώνει η μορφή της την έκπτωση της χώρας. Η κατάσταση που επικρατεί στην πλατεία αυτή που κοσμούν οι προτομές των ιδρυτών της Φιλικής Εταιρείας και του αρχηγού της επιβεβαιώνει ότι, διακόσια χρόνια από την έναρξη του πολέμου της ανεξαρτησίας, η Ελλάδα βρίσκεται στο κοίλον της ιστορίας.
Ξεχαρβαλωμένες οι αλέες, στάσιμα και βρώμικα τα νερά που έρεαν ως πίδακες και καταρράκτες. Κάδοι απορριμμάτων στις γωνιές. Σαπισμένα τα ξύλα στα παγκάκια . Παρατημένη η κολώνα (το σύμβολο του Κολωνακίου) και οι προτομές του Εμμανουήλ Ξάνθου και του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου, των ηρώων αυτών της Φιλικής Εταιρείας, ανάμεσα σε ακλάδευτα καχεκτικά δέντρα. Εικόνα πλήρους εγκατάλειψης. Καμία σχέση με την μορφή που παραδόθηκε σε κοινή χρήση, πριν κάποια χρόνια, από τους αρχιτέκτονες Δημήτρη και Σουζάνα Αντωνακάκη
Θα μπορούσε, βέβαια, η πλατεία αυτή κάτω από μια διαφορετική σχεδίαση και οργάνωση, στελεχωμένη με ένα οπτικοακουστικό κέντρο πληροφόρησης, να υπενθύμιζε καθημερινώς στους διαβάτες ότι η ελευθερία που απολαμβάνουν σήμερα οφείλεται στην αυτοθυσία που επέδειξαν οι προπάτορές τους. Ότι η ελευθερία δεν είναι ένα αιώνιο και σίγουρο κεκτημένο ούτε τα σύνορα της πατρίδας αμετακίνητα. Ότι τα πάντα μέσα στο γίγνεσθαι ρέουν και μεταλλάσσονται συνεχώς και ότι αυτό που κερδήθηκε σε διάστημα 200 χρόνων μπορεί να χαθεί ανά πάσα στιγμή. Ότι η διαφύλαξη της ελευθερίας είναι δυσκολότερη από την απόκτησή της.
Αλλά αν η σημερινή κατάντια της πλατείας δείχνει την αδιαφορία των δημοτικών αρχόντων, η εμφάνιση, εξαφάνιση, τοποθέτηση και ανατοποθέτηση των προτομών που εικονίζουν τους ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας, δείχνει τη σύγχυση που κυριαρχεί αναφορικά με την ιστορία μας.
Άγνοια της ιστορίας μας και παραποίησή της σε σημείο τραγελαφικό.
Και επιβεβαιώθηκε αυτό με την τοποθέτηση, στο μαρμάρινο στηθαίο πάνω από τους καταρράκτες που, βέβαια, δεν λειτουργούν πια, της μπρούντζινης προτομής του Αλέξανδρου Υψηλάντη (τοποθετήθηκε από τον εκ μητρός απόγονο των Υψηλαντών, Ευάγγελο Μαρινάκη, εφοπλιστή και πρόεδρο του Ολυμπιακού) ανάμεσα στις προτομές του Σκουφά και Τσακάλωφ, εξοβελίζοντας τον Εμμανουήλ Ξάνθο από την ιστορική του θέση ως τον τρίτο των ιδρυτών της Φιλικής Εταιρείας.
Ο Υψηλάντης δεν ήταν ιδρυτής, αλλά ο γενικός Επίτροπος της Αρχής και συντονιστής της επανάστασης και ανέλαβε τα καθήκοντά του λίγο πριν την έναρξή της. Αλλά το γεγονός αυτό δεν είναι το μόνο που χαρακτηρίζει την νέα επιχειρούμενη ανάγνωση της πρόσφατης ιστορίας μας. Μια παλαιά διαμάχη μεταξύ Ξάνθου και Αναγνωστόπουλου, φαίνεται να παραμένει ζωντανή επί διακόσια χρόνια και να εκτυλίσσεται όχι στα πεδία και τις χώρες της πάλαι ποτέ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά στη μικρή πλατεία Φιλικής Εταιρείας, άλλως, πλατεία Κολωνακίου.
Στα τέλη της δεκαετίας του 2000 οι υποψιασμένοι περαστικοί του Κολωνακίου, παρατήρησαν ότι η προτομή του Πατμίου Εμμανουήλ Ξάνθου έλειπε από την πλατεία. Αντιθέτως η ορειχάλκινη προτομή του Ανδριτσάνου Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου είχε κάνει την εμφάνισή της. Φαίνεται ότι ο δραστήριος Πελοποννήσιος φιλικός είχε πάρει, προσωρινά τουλάχιστον, την εκδίκησή του.
Η ιστορία ξεκίνησε το 1990. Δημοσιεύτηκαν τότε στον ημερήσιο τύπο επιστολές μεταξύ του προέδρου του Συλλόγου Ανδριτσάνων Αθηνών και του προέδρου των Δωδεκανησιακών Σωματείων Αθηνών-Πειραιώς. Ο πρώτος θέλοντας να αποκαταστήσει την «αλήθεια», επέμενε ότι ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος ήταν ο τρίτος ιδρυτής και όχι ο Ξάνθος.
Η απάντηση ήρθε από τον καθηγητή Ζαχαρία Τσιρπανλή όπου ορθώς διέψευδε το περιεχόμενο της επιστολής του προέδρου Ανδριτσάνων, οι οποίοι είχαν εγκαταστήσει στην πλατεία την ορειχάλκινη προτομή του Παναγιωτόπουλου. Παρ όλα αυτά, στις αρχές της δεκαετίας του αιώνα μας, η προτομή Ξάνθου αποσύρθηκε.
Στις 2.2.2011, μία ερώτηση βουλευτή της αντιπολίτευσης προς τον υπουργό πολιτισμού έθετε το ζήτημα: για ποιο λόγο αφαιρέθηκε η προτομή του πάτμιου φιλικού και πού βρίσκεται. Εάν έχει αφαιρεθεί για συντήρηση, πότε αναμένεται η επανατοποθέτησή της και για ποιο λόγο υπάρχει αυτή η αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Η προτομή, βέβαια, επανήλθε. Αλλά ιδού πώς έχει το ζήτημα που πίκρανε και αμαύρωσε τα τελευταία χρόνια του Εμμανουήλ Ξάνθου.
Το 1834 κυκλοφορεί το δοκίμιο περί Φιλικής Εταιρείας του ιστορικού Ιωάννη Φιλήμονος πληροφορώντας τους έλληνες για τη δράση της Φιλικής Εταιρείας που η συντριπτική τους πλειοψηφία αγνοούσε. Η θέση του δίπλα στο Δημήτριο Υψηλάντη τον είχε φέρει σε επαφή με τους Ξάνθο, Αναγνωστόπουλο, Θέμελη, Αναγνωσταρά και Δικαίο και του επέτρεψε να συλλέξει κάποια έγγραφα σχετικά με την Φιλική και τους πρωταγωνιστές της. Αλλά το δοκίμιό του, όπως και ο ίδιος αργότερα παραδέχτηκε, ήταν ατελές και σε πολλά σημεία του εσφαλμένο. Εν πολλοίς, βασίστηκε στις προφορικές περιγραφές του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου.
Στο δοκίμιο αυτό μεταξύ άλλων υπήρχαν σοβαρές και ηθικά βαρύτατες κατηγορίες εναντίον του Εμμανουήλ Ξάνθου. Ο τελευταίος αυτός κατηγορείται ως σπάταλος και καταχραστής χρηματικών ποσών της Εταιρείας. Αλλά, πάνω απ όλα, του αρνείται ότι υπήρξε ένας εκ των τριών ιδρυτών, υποστηρίζοντας ότι δεν βρισκόταν στην Οδησσό τo 1814, έτος δημιουργίας της Φιλικής Εταιρείας. Τις βάσεις της μυστικής οργάνωσης τις έθεσαν ο Σκουφάς, Τσακάλωφ και Αναγνωστόπουλος! Όλα αυτά βέβαια ο Φιλήμων τα έγραψε καθ’ υπαγόρευση του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου.
Λίγα χρόνια αργότερα, ο ιστορικός μας, σε εκτενές άρθρο του στην εφημερίδα Αιών (φύλλο 49, 19/3/1839), και αφού έχει λάβει υπόψη του την Απολογία του Ξάνθου, γράφει : «υποπέσαμεν εξ αγνοίας εις παραδρομάς τινας και ως προς τα συστατικά της αρχής του συστήματος τούτου εν γένει, και ως προς το πρόσωπον του Ξάνθου ιδιαιτέρως». Αργότερα, στο έργο του Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως (1859), αναιρεί κυριολεκτικά τα όσα έγραφε το 1834, αποκαθιστώντας ηθικά και ιστορικά τον Εμμανουήλ Ξάνθο.
Γεννιέται πράγματι η απορία γιατί ο Αναγνωστόπουλος - ένας από τους δραστηριότερους Φιλικούς και μέλος της Αρχής - έδωσε στον Φιλήμονα τόσο διαστρεβλωμένες, κακόβουλες και ανακριβείς πληροφορίες για τον Ξάνθο, ο οποίος με τόσο θέρμη και αυταπάρνηση τον είχε υπερασπιστεί πολλές φορές και μάλιστα όταν τον συκοφαντούσαν στον Αλέξανδρο Υψηλάντη;
Γιατί τέτοια συμπεριφορά απέναντι στην οικογένεια Ξάνθου ώστε να φτάνει στο σημείο να περιγράφει τη γυναίκα του Ξάνθου ως «άσεμνη», παρ’ όλο που η τελευταία τον είχε φιλοξενήσει για μήνες στην Κωνσταντινούπολη όταν έφτασε εκεί με τον Σκουφά σε πλήρη ένδεια; Γιατί επέμενε ακόμα και όταν ο υπέροχος πατριώτης Παναγιώτης Σέκερης, αν και επαίνεσε το δοκίμιο του Φιλήμονα, παρατήρησε ότι «δεν πρέπει να παρέχομεν και τελείαν πίστιν ιδίως εις τους περιαυτολογούντας», εννοώντας τον Αναγνωστόπουλο; «Δυστρόπου δε και αδυσωπήτου ων χαρακτήρος ο Αναγνωστόπουλος», γράφει ο ιστορικός Κανδηλώρος, «επέμεινεν εις την πλάνην του μέχρι τελευτής βίου».
Όσο για τη θέση του Ξάνθου στην ιδρυτική τριάδα, με τις γραπτές αποδείξεις και τα παραστατικά έγγραφα που προσφέρθηκαν από τον ίδιο, τις επανορθώσεις του Ιωάννη Φιλήμονος, τις παρατηρήσεις του Παναγιώτη Σέκερη, τη μελέτη του Απόστολου Βακαλόπουλου, αλλά και τις έρευνες του ακαδημαϊκού Αρς στα ρωσικά αρχεία, διακόσια χρόνια αργότερα, ο Αναγνωστόπουλος διαψεύδεται κατά κράτος.
Ο Κωστής Παλαμάς, χρόνια αργότερα, όταν ο Καλύμνιος πατριώτης και εθνικός ευεργέτης ιατρός Σκεύος Ζερβός έθετε την προτομή του Ξάνθου στην πλατεία Κολωνακίου, έδωσε την απάντηση: «... Διότι ήγγισε κι εσέ Ξάνθε, ο φθόνος, το ψεύδος, και η αχαριστία. Αλλά, δια να σε αποκαταστήσουν και να σε μεγαλώσουν».
Φαίνεται πως η πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση μεταξύ των Ελλήνων παραμένει αιωνίως ενεργή. Και ίσως να αποτελεί κι αυτό μία από τις αιτίες που η προτομή του Ξάνθου αποσύρθηκε ενώ εκείνη του Αναγνωστόπουλου έκανε την εμφάνισή της στην πλατεία Κολωνακίου ή άλλως πλατεία Φιλικής Εταιρείας. Ο Αναγνωστόπουλος ήταν εκφραστής της άποψης ότι η Φιλική Εταιρεία δεν έπρεπε να απευθυνθεί στους Φαναριώτες και τους αριστοκράτες και το ανώτερο ιερατείο των δεσποτάδων καθώς και τους Χιώτες.
Αντίθετος αυτής της θέσης ήταν ο Ξάνθος και μάλιστα το εξηγεί και στα απομνημονεύματα του, ότι η επανάσταση χωρίς το ιερατείο και τους προύχοντες ήταν αδύνατον να ξεκινήσει.
Τελικά η προτομή του Εμμανουήλ Ξάνθου επανήλθε στην πλατεία αλλά όχι στην ίδια σειρά με τους Σκουφά και Τσακάλωφ. Τοποθετήθηκε η προτομή του στα μετόπισθεν χωρίς καν να αναγράφεται το όνομα του.
Αναρωτιέται κανείς πότε θα δεήσει η δημοτική αρχή να αναγράψει το όνομα τους άξιου αυτού αγωνιστή για τον οποίο ο Ιωάννης Φιλήμων, επανορθώνοντας την αρχική αδικία, έγραψε:
Αν μη υπήρχον εν μεν ταις ηγεμονίαις Λεβέντης, Ρίζος Νερουλός και Δημήτριος Θέμελης, εν δε Πετρουπόλει, Ξάνθος, εν δε Μόσχα, Κομιζόπουλος και Πατσιμάδης, εν δε Κωνσταντινουπόλει Σέκερης, Κύριος οίδε τίνα θα ελάμβανον τύχη τα πράγματα»