του Ἱερομόναχου Πρόχορου Βιολέντη
Τό νά μιλήσει κανείς γιά τόν μακαριστό Διοκλείας Κάλλιστο ἀπαιτεῖ κυρίως διάθεση χρόνου. Τό νά παραθέσει ὅμως βιωματικές ἐμπειρίες ἀπό μία προσωπική σχέση πατρός-υἱοῦ ποῦ διήρκεσε πέντε ὁλόκληρες δεκαετίες, ἀπαιτεῖ ἔκθεση συναισθημάτων, ἀναμόχλευση καρδιακῶν καταστάσεων ποῦ ποτέ δέν μετριάσθηκαν, ποτέ δέν ἔλαβαν τέλος ἀκόμη καί ὅταν ὀ παρών αἰών ἔδωσε τήν θέση του στόν μέλλοντα καί σέ ὅσα αὐτός σημαίνει πρός τούς προσδοκῶντας ἀνάστασιν νεκρῶν καί ζωήν αἰώνιον.
Ὡς ἐκ τούτου, ἀπό τοῦδε καί εἰς τό ἐξῆς θά ἀναφέρομαι στό σεπτό του πρόσωπο ὡς «ὁ Γέροντάς μου». Ἄν καί αὐτή ἡ σχέση ἐδραιώθηκε πολύ ἀργότερα, ἐν τούτοις ἄρχισε νά σφυρηλατείται ἀπό τόν πρῶτο ἤδη καιρό, στά μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ ’60, ὅταν ὡς Διάκονος καταφθάνει στήν Πάτμο, ἐκστατικός λειτουργός κάτω ἀπό τούς θεολάξευτους βράχους τοῦ Ἱεροῦ Σπηλαίου ποῦ παραμένουν ἀνοικτοί δύο χιλιάδες χρόνια καί ἀποκαλύπτουν τόν Παλαιό τῶν ἡμερῶν ἐπί θρόνου ὑψηλοῦ καί ἐπηρμένου.
Τότε εἶχα μπροστά μου ἕνα νέο κληρικό, Βρεττανό στήν καταγωγή ἀναθρεμμένο μέ ἄλλα ἤθη καί ἔθιμα. Αὐτό ποῦ διέκρινα ἀπό τήν πρώτη στιγμή ἦταν ἡ δίψα καί ἀποφασιστικότητά του νά μάθει καί νά ἐνσωματωθεῖ στήν κοινή μας πνευματική κοιτίδα. Ὄχι τυπικά καί ἐπιφανειακά ἀλλά μετέχοντας ἐνσυνείδητα καί εἰς βάθος στήν Ὀρθόδοξη πίστη καί παράδοση ἡ ὁποία, ὅπως πάντοτε ὁμολογοῦσε ὁ ἴδιος, ἦταν τό σπίτι του. Δέν ἦταν ἐξάλλου τυχαῖο ὅτι καί αὐτός ὁ πολύς Ἀθηναγόρας ὁ Κοκκινάκης, ὁ Πάτμιος Ἀρχιεπίσκοπος Θυατείρων, διαβλέποντας τίς εἰλικρινεῖς προθέσεις καί τόν ἔνθεο ζῆλο τοῦ νέου κληρικοῦ, τόν προτρέπει νά ἔλθει στήν Πάτμο, τήν Μεγάλη Μονή καί τό Ἱερό Σπήλαιο ὥστε συμπληρώνοντας τίς ἐπίζηλες ἀκαδημαϊκές του γνώσεις, νά σπουδάσει στό μέγιστο αὐτό πνευματικό καθίδρυμα λαμβάνοντας ἀπαντήσεις ἐπί τοῦ πρακτέου, σέ ὅλους τούς καλοπροαίρετους πνευματικούς προβληματισμούς του.
Αὐτή ἡ πρώτη του ἐπαφή μέ τήν Πάτμο ἦταν γιά ἐκεῖνον καθοριστική γιά τήν περαιτέρω πορεία του στόν Ὀρθόδοξο δρόμο ἡ ὁποία ἀποτυπώθηκε μέ ἀπόλυτη σαφήνεια στό ὁμότιτλο του πόνημα. Στίς ἐλεύθερες συζητήσεις μας εἶχαν πάντοτε χῶρο οἱ ἀναμνήσεις ἀπό ἐκείνην τήν εὐλογημένη περίοδο, οἱ ἀναφορές στίς σεβάσμιες μοναστικές μορφές τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἰδιαιτέρως τοῦ ἀειμνήστου π. Ἐπιφανίου ὁ ὁποῖος τόν συνεβούλευε καί τόν κατηύθυνε σέ λειτουργικά κυρίως θέματα ἀλλά καί τοῦ ἁγίου Γέροντος Ἀμφιλοχίου τοῦ ὁποίου ἡ πνευματική ἐπιρροή ἦταν ἐμφανέστατη στόν ταπεινό, ἁπλό καί προσευχητικό τρόπο ζωῆς του.
Γιά τόν λόγο αὐτό καί ἡ Ἱερά Ἀδελφότητα τῆς Μονῆς τοῦ Θεολόγου ἐκτιμῶσα τίς πνευματικές του ἀρετές τόν ἐνέταξε καί έπισήμως στό δυναμικό της παραχωρώντας του μάλιστα καί τό δικό του κελλίον εἰς ἔνδειξη ὅτι δέν πρόκειται γιά τυπική ἀλλά ἐνεργή καί οὐσιαστική ἐγγραφή στό Μοναχολόγιό της. Ὡς ἀδελφός πλέον ἡ παρουσία του στήν Πάτμο, στά διαλείμματα τῶν ἀκαδημαϊκῶν του ὑποχρεώσεων ἦταν γιά ἐκεῖνον εὐκαιρία πνευματικοῦ ἀνεφοδιασμοῦ ἐν μέσω συναδέλφων ἀγαπητῶν οἱ ὁποίοι ἐχαίροντο μέ τήν παρουσία του καί ἀπελάμβαναν τήν πνευματική συναναστροφή μαζί του.
Προσωπικῶς εἶχα τήν ἰδιαίτερη εὐλογία νά ὑποδέχομαι καί νά φροντίζω τόν Γέροντα μου καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς παραμονῆς του κοντά μας. Ἔτσι ἀναπτύχθηκε μεταξύ μας μία σχέση βαθειά πνευματική, ἀληθινῆς πατρικῆς στοργῆς καί ἐνδιαφέροντος. Σέ ἐκεῖνον ὀφείλω πάμπολλες εὐεργεσίες ὑλικές καί πνευματικές, ἰδίως τήν ἀνάθεση στήν ταπεινότητά μου τῆς ὑψηλῆς εὐθύνης τῆς πνευματικῆς πατρότητος γιά τήν ὁποία μέ ἐδίδαξε πολλά, ἰδίως δέ περί τό θέμα τῆς διακρίσεως καί τῆς ἀγάπης, στοιχεῖα ἀπαραίτητα γιά τήν ἐπιτυχία του ἐξομολογητικοῦ ἔργου.
Μέ συνεκίνει ὑπερβολικῶς ἡ ἁπλότητα καί καταδεκτικότητά του. Ἀκόμη καί ὅταν ἀνεδείχθη εἰς τόν Ἐπισκοπικό βαθμό, παρά τούς προσωπικούς του δισταγμούς καί ἀνέλαβε ὑψηλές Ἀκαδημαϊκές θέσεις, ὁ μακαριστός παρέμενε γιά ὅλους προσιτός καί ἀνεπιτήδευτος, γιά ἐμένα προσωπικῶς ὁ πολύτιμος πνευματικός πατέρας, ὁ ἀδελφός, ὁ συνοδοιπόρος στίς κοινές προσκυνηματικές ἐξορμήσεις ἐντός καί ἐκτός Πάτμου, ἔτοιμος νά τείνει χεῖρα βοηθείας ὅσες φορές χρειάστηκα τήν ὑλική καί πνευματική του ἀρωγή καί συναντίληψη γι’ αὐτό καί πάντοτε θά τόν εὐγνωμονῶ.
Ἀπό τήν κοίμηση του 24 Αὐγούστου 2022 καί ἐντεῦθεν, δέν ἔπαυσα νά προσεύχομαι γιά ἐκεῖνον συνεχίζοντας πολύ φυσικά καί ἀβίαστα αὐτό ποῦ ἔπραττα καί ὅταν ἀκόμη βρισκόταν στήν ζωή. Χάριτι Θεοῦ τήν ἀνθρώπινη θλίψη τοῦ ἀποχωρισμοῦ διαδέχθηκε μία μυστηριακή αἴσθηση τῆς πνευματικῆς παρουσίας του στήν ζωή μου. Ὁ Γέροντας εἶναι ἐδώ, παρών, μέλος τῆς θριαμβευούσης πλέον Ἐκκλησίας προσευχόμενος πλησίον τοῦ Ἐπουρανίου Θυσιαστηρίου γιά τήν πνευματική μου πρόοδο καί σωτηρία.
Περιορίζομαι μέ σεβασμό σέ ὅσα ἤδη ἐπιγραμματικῶς ἀνεφέρθησαν. «Ἔστι δέ καί ἄλλα πολλά» ποῦ θά μποροῦσα νά ἀναφέρω ὅμως περιορίζομαι σέ αὐτά. Κρατῶ στήν καρδιά μου τήν πνευματική του παρουσία, τήν εὐγενική του μορφή, τήν πατρική του φιγούρα. Μέ τήν προσδοκία ὅτι, διά τῶν εὐχῶν του, θά τόν ἀπολαύσω ξανά καθ’ ὁλοκληρίαν στήν ἀνέφελη καί ἄδυτη αἰωνιότητα.
Ἱερομόναχος Πρόχορος Βιολέντης