patmosweb330

elin330

aegeanlab

Ακούστηκαν

Νικόλας Κάππος: Ένας ρομαντικός τσαγκάρης

3204
Τα παραδοσιακά επαγγέλματα, τείνουν να εξαφανιστούν αν και είναι πολύ χρήσιμα τελευταία, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που επικρατεί. Ένας από τους τελευταίους παραδοσιακούς επαγγελματίες του νησιού μας, είναι ο τσαγκάρης Νικολιός Κάππος . Τον βρίσκουμε ακόμα στο ίδιο μαγαζάκι πίσω από τον άγιο Νικόλαο, να επιδιορθώνει σκυμμένος κάθε λογής παπούτσι με το ίδιο χαμόγελο και αρχοντιά που τον διέκριναν πάντα. Ένα πρωί τον επισκεφθήκαμε και με χαρά, ανάμεσα στη δουλειά που τον περίμενε και την κουβέντα, ξεδίπλωσε τις αναμνήσεις του από την παλιά Πάτμο, που χάνει αργά αλλά σταθερά την παραδοσιακή της φυσιογνωμία. “ Ήμασταν μεγάλη οικογένεια περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων μας λέει ο κ. Νικόλας Η γειτονιά μου ήταν αυτή εδώ. Ενώ μικρός ήμουνα στη μαραγκοσύνη, έγινα τσαγκάρης για να γλυτώσω την εποχή εκείνη, αλλά μάλλον κρεμάστηκα χειρότερα. Τότε στην Πάτμο, υπήρχαν 6-7 τσαγκάρηδες αλλά μετά και σιγά-σιγά φύγανε. ?λλοι στην Αμερική, άλλοι στην Αυστραλία. Το 1946 πήγα κοντά σε κάποιο τσαγκάρη να μάθω υποτίθεται, αλλά τότε δυστυχώς δεν μας μαθαίνανε, γιατί οι δουλειές που μας ανέθεταν ήτανε να πηγαίνουμε να τους φέρνουμε φρέσκο νερό δύο φορές την ημέρα, μία από την Νερατζά και μία από το πηγάδι του δρόμου (πλάτανος), να φέρνουμε τις πατάτες από το χωράφι κ.λ.π. Δεν μας είπανε ποτές οι μάστοροι, να αυτό το πραγματάκι θα το κάνεις έτσι και κείνο αλλιώς. Όταν δε πήγα κοντά στον Φορόπουλο έκανα μία πρόοδο. Κάθε πρωί του κόνιζα τέσσερα μαχαίρια για να κάνει τη δουλειά του Όταν μετά τον πόλεμο, έμεινε η Πάτμος με έναν μάστορη, οι νοικοκυρές που είχανε το μαγαζί αυτό μου δώσανε τα κλειδιά και το άνοιξα. Το άνοιξα αλλά έχει μεγάλη σημασία πως ξεκίνησα. Όταν επρόκειτο ο μάστορης μου να φύγει για Αμερική, μου λέει: Νικολιό δεν παίρνεις και τη μηχανή; Αλλά πώς να την πάρω τη μηχανή αφού ήμουνα χωρίς δραχμή. Όταν πήγα σπίτι μου το συζήτησα και λέω: Μούδωσε μερικά καλαπόδια , και γελώντας τους έλεγα ότι μούπε άμα θέλω να αγοράσω τη μηχανή. Τότε μου λέει η μητέρα μου. Σούπε πόσο έχει; Την κοιτούσα καλά - καλά. Ρώτα μου λέει εκείνη. Τον ρωτάω. 25 000 δρχ μου λέει. Το λέω στη μητέρα μου και κείνη μούδωσε τα δολάρια που της είχε στείλει ο αδελφός της από την Αμερική για ώρα ανάγκης και την αγόρασα. Μου την άφησε 22000 δρχ. Ήτανε μια μηχανή που την καθάριζα δυο φορές την ημέρα επί πεντέμιση χρόνια ακόμα και την Κυριακή, γιατί για να πάρεις καινούργια ή μεταχειρισμένη ήταν ακατόρθωτο. Έκανε εντύπωση. Όταν πήγα στο καφενείο μου λέει ο αδελφός του μάστορη μου. Που βρήκες τα λεφτά και πήρες τη μηχανή; Μήπως νομίζεις ότι πήγα και τα έκλεψα από πουθενά ; του λέω. Έλα Νικολάκη αστειεύομαι μου λέει .Ήμασταν μια παρέα 6 άτομα που αρχίσαμε να δουλεύουμε εδώ. Ο Στεφανής ο Κεφαλάς, ο Ηρακλής Μιαούλης. Αλλά ο μόνος που άντεξα σκυμμένος εδώ ήμουνα εγώ. Ήμουνα 22 χρονών όταν άρχισα. 11 χρονών μπήκα στη δουλειά. Έκατσα κάπου 11 χρόνια στους μαστόρους αλλά όχι μόνο δεν γνώριζα τίποτα γιατί όπως σας είπα δεν μας έδειχναν, αλλά δεν υπήρχαν και τα υλικά. Αφού όμως επέλεξα να γίνω τσαγκάρης χωρίς επαγγελματικές γνώσεις, έπρεπε να τα καταφέρω. Έπρεπε να κάνω παπούτσια με σχέδια και χρώματα της μόδας, γιατί από το 47 είχανε αρχίσει οι εξελίξεις. ?ρχισαν να ταξιδεύουν οι Αμερικάνοι και να έρχονται στην Πάτμο.Θυμάμαι ότι παραγγέλναμε κομμάτια δέρμα και μουσαμάδες από τη Λέρο.Όταν έβλεπα έναν Αθηναίο το πρώτο που πρόσεχα ήτανε τα παπούτσια του. Τι έκανα τότε, πήγαινα στο μαγαζί , ζωγράφιζα και μετά έκοβα το χνάρι. Έτσι έμαθα. Είμαι αυτοδίδακτος. Αργότερα έπαιρνα φιγουρίνια και παρακολουθούσα τη μόδα. Ξεσήκωνα τα παπούτσια και με το φακό τα μεγέθυνα για να μπορέσω να τα κάνω καλύτερα.” Γρήγορα ο Νικολιός με το μεράκι που τον διέκρινε ξεπέρασε και τον μάστορη του, τον συγχωρεμένο αδελφό του Σταυρή της Σουσάνας. “ Τότε αρχίσαμε να παίρνουμε οικονομικά τα πάνω μας και οι