patmosweb330

elin330

aegeanlab

Τα ψιάδια της κόρης του Ρουμπινού και ο άης Γιάννης ο Πρόδρομος

3204
Του Ρουμπινιού της συμπεθέρας η αξαδέρφη, είχε μιά κόρη απ’ τον πρώτο της γάμο, με κείνον τον τουρκοσπορίτη. Μμμ!!!, ίδια του όμορφη ήτονε η κακομίτσα. Να μασάς κουκιά και να τη φτθιής. ?με μόνου τη μύτη της να θώρεις, σ’ έφτανε. Ίδια ξεμασκαλιασμένη σκορδούλα ηγκρεμούντοναι! Τέλος πάντω. Εν κάνει να κουσελιέρωμε τους ποθαμένους, αλλά τώρα να, ήντα να κάμουμε! Η κουβέντα τόφερε μωρέ για να σας πω την ιστορία. ?σε που όπως καταλαβαίνετε, είχε ‘πομείνη στο ράφι γεροντοκόρη κι ηκούνια τα πόδια της.Ήθελε το λοιπό που λέτε η λεγάμενη, να σηκωθεί κάθε μέρα αυγή-αυγή, κι όπως ήτονε αχτένιστη και άπλυτη, με μια λιγδιασμένη ρόμπα, έβγαινε όξω σα στρίγλα του σαρανταμέρου, και δρόμο για το εκκλησάκι τ’ ?η - Γιανννιού, πού ‘τονε κειδά κοντά στ’ Αγια - των Αγίω. Ήθελε να βάλει λοιπό τον κατσουνά στο πορτάλι, και να μπει μέσα.Αφού πρώτα ήκανε μπροστά στα κονίσματα καμμιά δεκαριά…μακροβούθια (που εκείνη τις έλεε μετάνοιες) ησηκονούντονε κι ηπασπάτευε να βρει τα σπίρτα μεστ’ αρμάρι που ήτονε γεμάτο κάγιες. Κι ούλο τα βαζε μ’ εκείνο το τριπίθαμο το Γιωργιτσό. Μα… κουλαμό είχε να τα βάλει μια βολά στη θέση τως;Ούλο απ’ τη μια κι απ’ την άλλη τα μοβάρει. Αφού λοιπό καμμιά βολά τά βρισκε , ήθελε ν’ αλλάξει το παλιό φυτράκι από τη μολυβήθρα, και ν’ ανάψει το καντήλι τα ?η - Γιαννιού. Όταν ήφεγγε λοιπό λιάκι το τέμπλο κι θώρει που πατά και που βρίσκεται, ήβαζε έναν κομμάτι ξερό αχινοποδάκι στο θυμιατό, για να πάρουνε ν’ ανάψουνε τα κλιματένια. Ήβαζε κι ένα κομματάκι μιζιβί απά στα κάρβουνα, κι η στούωνε πλιο ο τόπος. Θολωμένη απ’ τη στούα, η πάενε κι η στεκούντονε μπροστά στο κόνισμα του ?η - Γιαννιού. Εκειδά, ηρκίνα να σταυροκοπιέτε με τις ώρες. Πάνω - κάτω, πάνω - κάτω το χέρι της, μηδέ να παιζε με το δοξάρι τη σούστα της Νισύρου! Ο μεγαλόχαρος ο ?η - Γιάννης, τη νε θωρεί σοβαρός - σοβαρός κρατώντας στο να χέρι το δαβρί του, και στ’ άλλο μιαν πιατέλα που ‘χε μέσα το κεφάλι του, που του το χε κόψει εκείνη η αφορεσμένη η κακούργα η Ρωδαία.Είχε πια καλοκαιριάσει, για τα καλά, και ο Νικόλας ο ψαράς, αφού ησιγουρεύτει από τα σημάδια του καιρού, που τον έδειχναν μπονατσίβελο, ηκαβατζάρισε το μποτάκι του απ’ τα Σάψιλα - στον Κήπο. Η σιοχτύπα βέβαια τις νύχτες η καρδιά του, μπας και κατεβάσει άξαφνα κανά γάδουρομέρτεμο, αλλά ήντα να κάμεις; Μεγάλος ο πειρασμός. Από Σοφράνου βγάζεις πάντα καλά ψάρια. Γι’ αυτό είχε κάμει την καρδιά του κόμπο, κι ηκαιροφύλαε τις νύχτες, μη μπάση άξαφνα τον καιρό. Απ’ το σπιτάκι του, ισαπάνω στο Νιοχώρι, ήβλεπε ούλο το πέλαος του Κήπου.Κάθε πρωί, τούδωνε ισακάτω απ’ τη Ζωδόχο Πηγή το δρομάκι, και περνώντας μπρος απ’ τα ?για των Αγιώ, ητράβα ίσα κάτω για το γιαλό του Κήπου.Εκείνο το πρωί (χάραμα ακόμη) όντες ηκατηφόριζε, ηπήρε το μάτι του μια σκιά απ’ το μισάνοιχτο πορτάλι, μέσα στο εκκλησάκι του ?η Γιαννιού. Κάτσι - κάτσι, ηπήε κοντά να δει τι συβαίνει. Μπροβαίλη λιάκι το κεφάλι του, και βάζοντας το να του μάτι στη χαραμάδα της πόρτας, θωρεί την κακόμιτσα τη γεροντοκόρη, να σταυροκοπιέτε ασταμάτητα μπρος στο κόνισμα του ?η Γιαννιού, και να μουρμουρίζει συνέχεια κάτι τις. Τον έφαε η περιέργεια (γιατί την έξερε τη λεγάμενη), ήντα να λέει τάχατες μπροστά στον ?γιο. Ήστησε αφτί, κι η φικριούντοναι πολλήν ώρα, ίσαμε να καταλάβει ήντα ήλεε.Εσείς, ήντα θαρείτε πως ήλεε τα’ ?η - Γιαννιού! Τόνε ρώτα με μαύρο δάκρυ στα μάθια της. Ναι. Τόνε ρωτά. Ήντα τονέ ρωτά;Ακούτε λοπό.Κάθε που ήκανε κι ένανε από κείνους τους διπλόφαρδους σταυρούς, ηρώτα τον ?γιο: ?η μου Γιάννη μου, πιο είναι το ψιάδι μου. Και δώστου και τονέ ρώτα, και δώστου να σταυροκοπιέται.(Για όσους δε το καταλάβανε, ψιάδι ηλέανε οι παλιοί Πατηνιοί το ψεγάδι. Το κουσούρι που λέμε εμείς. Και καλά μου ?η μου Γιάννη ήντα κουσούρι έχω και δε με θέλει κανένας άντρας;)Εκείνη την ώρα ακριβώς, ο πειρασμός ήκατσε στο σβέρκο του Νικόλα του ψαρά.